ΚΑΡΜΙ Νυν και αεί

ΜΕΡΟΣ µ 165 Μας προβλημάτισε μήπως ήταν Τούρκος . Πραγματικά , όταν βλέπαμε εκείνες τις ώρες κόκκινο ρούχο , νομίζαμε ότι βρίσκονταν Τούρκοι . Με μυστική και αθόρυβη κίνηση λοιπόν , τον πλησιάσαμε και είδαμε ότι ήταν νεαρός συγχωριανός . Τον φωνάξαμε και μόλις σηκώθηκε , ήρθαν κοντά μας και άλλοι κάτοικοι του χωριού μεταξύ αυτών ο πολύ αγαπητός φίλος Πάμπος Γεωργίου ( Σιαηλή ), ο οποίος μας πληροφόρησε ότι το χωριό ήταν ελεύθερο . Τους είπαμε όμως την αλήθεια ότι δηλαδή οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κερύνεια . Αφού τους παροτρύναμε να καταφύγουν στις νότιες πλευρές του Πενταδακτύλου συνεχίσαμε την πορεία μας προς το κέντρο του χωριού που δυστυχώς και εκεί οι χωριανοί , αγνοούσαν τι συνέβαινε μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω . Τότε τους ενημερώσαμε και αυτούς κατάλληλα και επίσης τους είπαμε ότι στο βουνό δυτικά του Αγίου Ιλαρίωνα από την Αετοφωλία μέχρι το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία δε γνωρίζαμε , αν προέλασαν οι Τούρκοι και μέχρι ποιο σημείο έφθασαν και γι΄αυτό να είναι προσεκτικοί στις κινήσεις τους . Στη συνέχεια προχωρήσαμε στην ανατολική πλευρά του χωριού , όπου συναντήθηκα στο πατρικό μου σπίτι με τους γονείς μου πατέρα Νικόλαο και Πολυξένη και με τον θείο μου Γρηγόρη Ευτυχίου . Τους ενημέρωσα για την κατάσταση που επικρατούσε και τους παρότρυνα να φύγουν προς τον Προφήτη Ηλία νότια του χωριού , με προορισμό τη Λευκωσία . Πράγματι πολλοί Καρμιώτες στο άκουσμα αυτό , άρχισαν να διαφεύγουν , με εξαίρεση μερικές δεκάδες που έμειναν στο χωριό και την επόμενη μέρα , πιάστηκαν αιχμάλωτοι των Τούρκων . Εφοδιασμένοι με τρόφιμα που πήραμε από το πατρικό σπίτι , επιστρέψαμε και ενημερώσαμε τον λοχαγό ότι το χωριό ήταν ελεύθερο . Ο λοχαγός ένιωσε ανακούφιση . Μας άφησε κανένα δεκάλεπτο και φάγαμε ό , τι είχαμε . Έκανε όμως εντύπωση σ ’ όλο το τμήμα που δεν έβαλε στο στόμα του ούτε μια μπουκιά ψωμί μέχρι που έφαγε και ο τελευταίος στρατιώτης . Πριν σηκωθούμε πήρε ένα κομμάτι ψωμί , όσο ένα αντίδωρο . Πραγματικά μας είχε σαν παιδιά του . Ήθελε να φάνε πρώτα οι στρατιώτες . Στη συνέχεια όλο το τμήμα , ανηφορίσαμε προς το χωριό . Περάσαμε τα ακρινά σπίτια , μπήκαμε μέσα στα περιβόλια και λίγο πιο πέρα σταματήσαμε στη βρύση , πάνω από την εκκλησία όπου ξεκουραστήκαμε , πλυθήκαμε και ξεδιψάσαμε . Απέναντι ακριβώς βρισκόταν το σπίτι του Μάρκου του σοφέρ ( λεωφοριούχος ). Μόλις μας είδε , μας ρώτησε για τον γιο του , τον Μήτρο που ήταν κι αυτός καταδρομέας της Μοίρας μας . Τον ενημερώσαμε ότι ήταν πολύ καλά και ότι κατέφευγε προς την Κερύνεια . Ο φιλόξενος αυτός άνθρωπος μας κάλεσε στο σπίτι του και η σύζυγος του Αναστασία , μαγείρεψε μακαρόνια και φάγαμε . Ήπιαμε και καφέ μετά από τόσες μέρες . Αφού τους ευχαριστήσαμε για την περιποίηση τους χαιρετίσαμε και πήγαμε πάλιν απέναντι στη βρύση . Σκεφτόμουν συνεχώς για την τύχη του χωριού μου , ότι δηλαδή θα έπεφτε στα χέρια του εχθρού και έτσι εισηγήθηκα στον λοχαγό να παραμείνουμε στην περιοχή και αν χρειαζόταν να το προασπίζαμε μέχρι θανάτου .

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0