Αγρότης, τεύχος 479

A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 2 0 / T E Υ Χ Ο Σ 4 7 9 A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 2 0 / T E Υ Χ Ο Σ 4 7 9 65 64 2 διακοσμητικό σχήμα που μοιάζει με πλεξούδα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ την επιφάνεια χρησιμοποιώντας το «ξυλομάσιερο». Έπειτα γυάλιζε την επιφάνεια, σκουπίζοντάς την με υγρό ύφασμα για να κλείσουν οι πόροι. Όσο ο πηλός ήταν ακόμη μαλακός γινόταν και η διακόσμηση, είτε με τροχό (εργαλείο όμοιο με σφραγιδόλιθο) είτε με κτένα, μικρό αυτοσχέδιο εργαλείο με οδόντες, και αφηνόταν σε σκιερό χώρο να στεγνώσει εντελώς. Το ψήσιμο γινόταν σε κατάλληλα διαμορφωμένα καμίνια, όπου στοιβάζονταν τα αγγεία, με σταδιακή άνοδο της θερμοκρασίας. Στα κέντρα αυτά η παραγωγή είχε τη μορφή οικοτεχνίας και την εργασία επιτελούσαν κυρίως γυναίκες, στις αυλές των σπιτιών τους, από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, όταν οι καιρικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Οι αγγειοπλάστες της Λαπήθου, που εργάζονταν επαγγελματικά σε οργανωμένους χώρους, εμβάπτιζαν τα αγγεία σε διάλυμα λεπτόκοκκου υπόλευκου πηλού, γνωστού με την τοπική ονομασία «μπατανάς». Η τελευταία αυτή διαδικασία είχε ως στόχο την προετοιμασία της επιφάνειας που επρόκειτο να δεχθεί την υαλώδη επίστρωση. Βασικά υλικά για την εφυάλωση ήταν ο μόλυβδος και ο πυριτόλιθος (τοπικό: αθκιακόπετρα), που ψηνόταν σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες και στη συνέχεια θρυμματιζόταν ώστε να μετατραπεί σε σκόνη ικανή να επιπλέει στο νερό. Ανάλογη διαδικασία ακολουθούνταν και για την προετοιμασία του μόλυβδου, που αποκτούσε τη μορφή λεπτόκοκκης λάσπης ύστερα από ζέσταμα (σε σημείο που να ξεπερνά την τήξη για να αποκτήσει σκληρότητα) και συνεχές τρίψιμο με μικρή ποσότητα νερού μέσα σε πέτρινη λεκάνη. Συχνά, το ωχρό μείγμα μόλυβδου ενισχυόταν με μίνιο. Η αλοιφή περιείχε ένα μέρος πυριτόλιθου και δύο μέρη μόλυβδου (λιθάργυρου) που αναμειγνύονταν με νερό ή «μπατανά» και φιλτράρονταν. Το καφέ χρώμα αποκτούσε με την προσθήκη κόκκινου χώματος κοπανισμένου και φιλτραρισμένου (το ύφασμα που χρησιμοποιούνταν για το φιλτράρισμα είναι γνωστό με την τοπική ονομασία κουρούκλα). Οι διαβαθμίσεις των βασικών χρωμάτων επιτυγχάνονταν με την αύξηση ή τη μείωση της θερμοκρασίας, το πάχος της επίστρωσης και την ποιότητα του «μπατανά» έως το 1940 που εισήχθησαν στην Κύπρο ειδικές βαφές. Αφού απλωνόταν το υάλωμα, τα σκεύη ψήνονταν σε καμίνια με σταθερή θερμοκρασία που έφτανε περίπου στους 900-1000°C για να υγροποιηθεί η αλοιφή και να γυαλίσει ομοιόμορφα η επιφάνεια του αγγείου χωρίς να δημιουργηθούν φυσαλίδες. Για να μην έρχονται τα αγγεία σε επαφή μεταξύ του, χρησιμοποιούνταν μικρές τριποδικές βάσεις από πηλό, τα «πυρόδκια» ή αργότερα τοποθετούνταν σε πήλινες, επίσης, θήκες. Το αντικείμενο αποτελούσε μέρος της οικοσκευής και χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση τροφίμων, όπως ελιών, λαδιού, παστού κρέατος και κυρίως χαλουμιού. Το μέγεθος μάλιστα του στομίου εξυπηρετούσε την εύκολη πρόσληψη του περιεχομένου. Σύμφωνα με μία άλλη αναφορά χρησιμοποιούνταν και για τη μέτρηση γάλακτος, χωρητικότητας 6-10 οκάδων, αλλά δεν έχει εξακριβωθεί αν πρόκειται για το ίδιο αγγείο ή όμοιό του, με ανάλογη χρήση. Τυροκανιά, Μαλαθούρι για αναράδες (μυζήθρα), Τερσιά ή ταρσιά, Καλαμωτή Είδος κωνικού κοφινιού, κατασκευασμένο από λεπτές λωρίδες καλαμιού («λιμιά»), με καμπύλες παρειές και ορθογώνιο άνοιγμα πλευρικά, πλαισιωμένο από πρόσθετο πλοχμό 2 . Η βάση είναι επίπεδη, σπειροειδής και το σημείο όπου διασταυρώνονται τα στοιχεία του σκελετού («φτέλες») διακρίνεται έντονα. Το πάνω μέρος του σώματος αποτελείται από δέσμη λωρίδων καλαμιού, που συγκρατούνται από άλλες, τυλιγμένες γύρω τους, και εξέχει ελαφρώς. Οι «φτέλες» που αποτελούν το σκελετό, επεκτείνονται πάνω από το σώμα, κάμπτονται δημιουργώντας τόξα και στερεώνονται στην απέναντι πλευρά. Οι κορυφές των τόξων συνδέονται με μεταλλικό σύρμα, και ανάμεσά τους περνά κρίκος, από πλεγμένο καλάμι, για την ανάρτηση του κοφινιού. Φέρει δε και τμήμα σχοινιού από φυτικές ίνες, που σχηματίζει θηλιά. Περιμετρικά του θόλου, λίγο πάνω από το χείλος, η κατασκευή ενισχύεται με πρόσθετο στεφάνι από καλάμια που πλέκεται ανάμεσα στις λωρίδες και με κάποιες από αυτές. Τα καλάμια για την κατασκευή των κοφινιών κόβονταν με ξινάρια συνήθως από καλαμιώνες ιδιόκτητους ή ενοικιασμένους από τους επαγγελματίες καλαθοπλέκτες, μεταφέρονταν και καθαρίζονταν. Ακολουθούσε η διαδικασία του «φουσκώματος», βυθίζονταν δηλαδή σε νερό για τριάντα ημέρες ώστε να αποκτήσουν την απαραίτητη ευλυγισία. Έπειτα σχίζονταν σταυροειδώς κατά μήκος, αφού γίνονταν τέσσερις τομές στο πάνω μέρος και τοποθετούνταν δύο μικρά κομμάτια ξύλου σε αυτές. Τα ξύλινα τμήματα σπρώχνονταν και το καλάμι διαχωριζόταν σε τέσσερις λωρίδες («φτέλες»). Αυτές στη συνέχεια κόβονταν στα δύο με αιχμηρό εργαλείο ή σε περισσότερα κομμάτια («λίμια»). Εννέα συνήθως «φτέλες» αποτελούσαν τον σκελετό (στύλοι ή «μαστόροι») και το πλέξιμο άρχιζε από τη βάση. Τοποθετούνταν στο έδαφος χιαστί, και ανάμεσά τους περνούσαν κυκλικά άλλες τρείς και πέντε «λίμια» στο τελείωμα («μαρκέλλιν»). Έπειτα γυρνούσαν ανάποδα την κατασκευή, οι ακτίνες δένονταν σε δέσμη και συνέχιζε το πλέξιμο με τις λεπτότερες λωρίδες. Λύνονταν όταν το κοφίνι είχε πάρει το βασικό σχήμα και η διαδικασία συνεχιζόταν μέχρι το επιθυμητό ύψος. Οι λωρίδες πλέκονταν, τέλος, για να δημιουργηθεί το στεφάνι του χείλους («σείλωμα») ή κάποιες από αυτές εκτείνονταν και πάνω από το σώμα ώστε να αποκτήσει διαφορετική μορφή η κατασκευή. Το αντικείμενο ήταν χρήσιμο για την αποξήρανση της αναρής, καθώς παρέχει τη δυνατότητα αερισμού του περιεχομένου και με την ανάρτησή του εξασφαλίζει την προστασία του από τρωκτικά ή κατοικίδια ζώα. Τυροκανιά ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ Εκθέματα από το Μουσείο Κυπριακής Υπαίθρου Ταμπουτσιά ή Κόσιινο Στρογγυλό σκεύος ή μουσικό όργανο με μεταλλικό πυθμένα, χωρίς οπές και ξύλινο πλαϊνό (γυράρι ή (γ)υλάρι). Η λαμαρίνα κάμπτεται ελαφρώς προς τα πάνω στην περιφέρειά της και πατά σε χαμηλή ταινία, μεταλλική επίσης, στερεωμένη με μικρά μεταλλικά καρφιά στην εξωτερική επιφάνεια του ξύλου. Η ταινία αποτελείται από πέντε τμήματα, διαδοχικά τοποθετημένα, καλύπτοντας το κάθε ένα, μικρό μέρος του επόμενου. Η εσωτερική επιφάνεια του πλαϊνού, πάνω στην οποία αγκιστρώνουν τα καρφιά στερέωσης, καλύπτεται όλη με κάθετες, εγχάρακτες σειρές συνεχόμενων τόξων. Οι χαράξεις αυτές γίνονταν μάλλον για την ευκολότερη κάμψη του ξύλου. Στην εξωτερική επιφάνεια έχει τοποθετηθεί, με τρία μικρά καρφιά, έλασμα αποστρογγυλεμένο στα άκρα, που συγκρατεί συρμάτινη θηλιά για την ανάρτηση του αντικειμένου. Τις μεταλλικές «ταμπουτσιές», και γενικά τα κόσκινα κάθε είδους, κατασκεύαζαν οι «μάντη(δ)ες» (χαλκωματάδες). Το ξύλινο τελάρο προμηθεύονταν από μαραγκούς ή κατασκεύαζαν οι ίδιοι από μαλακό ξύλο που έβρεχαν με νερό ώστε να καμφθεί σε κύκλο και να καρφωθεί. Έπειτα τοποθετούσαν την τενεκεδένια βάση. Σε αρκετές περιπτώσεις οι ίδιοι προσάρμοζαν και το δέρμα. Η ταμπουτσιά ή κόσιινο ήταν αντικείμενο με γεωργική χρήση, για τη μεταφορά σιτηρών προς κοσκίνισμα «αρβάλισμα» μετά τη διαδικασία του αλωνίσματος, και με οικιακή χρήση για το καθάρισμα σπόρων. Το καθάρισμα των σπόρων μάλλον γινόταν ως εξής: Τοποθετούσαν σε αυτό μία ποσότητα και «ανατινάσσοντάς» το (τινάζοντάς το στον αέρα), οι σπόροι έπεφταν έξω, ενώ ακαθαρσίες με μεγαλύτερο βάρος και το χώμα έμεναν στην «ταμπουτσιά». Αυτή ήταν μία εργασία για τους αργόσχολους ή τις γυναίκες όπως συνήθιζαν να λένε. Επίσης, μέσα σε αυτό έπεφτε το αλεύρι κατά το κοσκίνισμα. Το αντικείμενο, υπάρχει η αναφορά, πως χρησιμοποιείτο και ως τύμπανο. Πιθαρούδι του γυρισταρκού (Κόρνος), Κουρελλός, ίσως κουμνάρι, Τζάφρα (Πάφος) Δίωτο, κλειστό αγγείο, όμοιο με πιθάρι, με αμφικωνικό σώμα, ιδιαίτερα χαμηλό, ανοικτό λαιμό και καμπύλο, ταινιωτό περιχείλωμα, εξωστρεφές. Η βάση του είναι επίπεδη και στον ώμο φέρει μικρές, κάθετες λαβές, ελλειψοειδούς διατομής. Στο ύψος του σημείου γένεσης των λαβών και διακοπτόμενη κατά ένα μέρος από αυτές, σχηματίζεται εμπίεστη διακοσμητική ζώνη που αποτελείται από μία αβακωτή, κυματοειδή ταινία, πλαισιωμένη από δύο όμοιες οριζόντιες. Η εσωτερική επιφάνεια και τμήμα της εξωτερικής, από το χείλος μέχρι τις λαβές, καλύπτονται από καστανό υαλώδες επίστρωμα, με ρανίδες στο τελείωμά του, απολεπισμένο κατά τόπους στο χείλος. Ρανίδες εντοπίζονται και στο υπόλοιπο σώμα, στη μία όψη, καθώς και μικρό τμήμα στη δεύτερη. Κάτω από το υάλωμα διακρίνεται υπόλευκο επίχρισμα, ο «μπατανάς», που αποτελεί τη βάση της εφυάλωσης. Το αγγείο έχει κατασκευαστεί από ερυθρό πηλό, με λίγες προσμείξεις και είναι σχετικά αδρά δουλεμένο χωρίς απόλυτη συμμετρία. Το σκεύος κλείνει με γυάλινο πώμα, με ταινιωτό δακτύλιο στην κάτω επιφάνεια και σφαιρικό κομβίο στην πάνω, κλιμακωτή επιφάνεια, που σχηματίζεται από δύο επίπεδες και μία κυρτή ταινία εναλλάξ. Η διαδικασία κατασκευής του αντικειμένου, αν όντως προέρχεται από αγγειοπλαστείο του Κόρνου ή του Φοινιού, περιλάμβανε τα εξής στάδια: Aρχικά οι τεχνίτες εξασφάλιζαν το χώμα, έσπαζαν τους βώλους, το κονιορτοποιούσαν χρησιμοποιώντας το «κουπάνι 1 », το κοσκίνιζαν και ζύμωναν οι ίδιοι τον πηλό με φτυάρι σε ξύλινη, επίσης, σκάφη. Ο πηλός που παράγεται με αυτή τη μέθοδο είναι γνωστός με την ονομασία «κουπανιστός» και είναι σχετικά υποδεέστερος από τον «κουλιαστό», που χρησιμοποιείται σε άλλα κέντρα της Κύπρου. Η κατασκευή του αγγείου γινόταν με την προσθετική μέθοδο και χρησιμοποιούνταν ένας υποτυπώδης τροχός από τετράγωνες πλάκες, το «γυριστήρι ή γυριστάρι», με τον οποίο ελεγχόταν η εξωτερική μόνο μορφή του αγγείου. Ο πηλός δεν τοποθετούνταν απευθείας στον τροχό, αλλά μεσολαβούσε ένα τετράγωνο τμήμα φελλού ή μαρμάρινη πλάκα. Από την πρώτη ποσότητα δημιουργούνταν η βάση και το κάτω μισό του σώματος, ενώ με την προσθήκη διαδοχικών ταινιών πηλού (τοπικό: φιτίλια), το αγγείο αποκτούσε ύψος. Πιέζοντας ελαφρά τα τοιχώματα, ο τεχνίτης έκανε το «τζοιλιάρωμαν», έδινε δηλαδή σφαιρικό σχήμα και με λεπτό καλάμι αφαιρούσε το περιττό υλικό. Όταν κατασκευαζόταν ο λαιμός, το αγγείο δενόταν με σπάγκο, για να μην υποχωρήσει ο μαλακός ακόμη πηλός και σχηματιζόταν το περιχείλωμα. Το αντικείμενο, στη συνέχεια, έπρεπε να στεγνώσει μερικώς και ακολουθούσε η προσθήκη των λαβών. Με τη βοήθεια ενός συρμάτινου ελάσματος, ο τεχνίτης ξεκολλούσε το δοχείο από τον τροχό, αφαιρούσετονσπάγκοκαι αναποδογυρίζοντάς το, εξομάλυνε 1 «μάτσολα», αγκυλωτό, βαρύ εργαλείο από ξύλο Συνεχίζοντας από το προηγούμενο τεύχος (478) την αναφορά μας στη συλλογή αγροτικών εργαλείων, μηχανημάτων και αντικειμένων της καθημερινής ζωής στην ύπαιθρο, που διατηρεί το Μουσείο Κυπριακής Υπαίθρου του Τμήματος Γεωργίας, παρουσιάζονται, στο τεύχος αυτό, τρία αντικείμενα της οικοσκευής κατά τα παλαιότερα χρόνια, η ταμπουτσιά ή κόσιινο, το πιθαρούδι του γυρισταρκού και η τυροκανιά. Ταμπουτσιά Πιθαρούδι Σημείωση: Ταυτοποίηση των αντικειμένων: Δόξα Αποστόλου

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0