Αγρότης, τεύχος 487

AΓΡΟΤΗΣ 2023 / TEΥΧΟΣ 487 63 Όπως έχει προαναφερθεί ο μεγαλύτερος αριθμός αυγών γεννήθηκαν τον Μάιο, χρονικό διάστημα που συμπίπτει με την ωρίμανση του βίκου. Μεγάλος αριθμός φασσών παρατηρήθηκε να τρέφονται με αυτές τις καλλιέργειες σε όλη την επαρχία Πάφου. Η δεύτερη κορυφαία περίοδος φωλεοποίησης ήταν τον Ιούνιο-Ιούλιο, κατά τη διάρκεια της περιόδου συγκομιδής του σιταριού, κριθαριού και κουκιών. Μέχρι τον Αύγουστο η ωρίμανση των καρπών της τρεμιθιάς παρείχε μια νέα πηγή τροφής εκτός από τα δημητριακά και τα φασόλια που είχαν μείνει στα χωράφια μετά τη συγκομιδή. Αν και το ποσοστό των κατειλημμένων φωλιών (φωλιές με αυγά ή νεοσσούς), επί του συνολικού αριθμού φωλιών για ολόκληρη την περίοδο μελέτης ήταν 15,8%, τον Αύγουστο το ποσοστό όλων των φωλιών με νεοσσούς ήταν 22,5%. Αυτές οι φωλιές παρατηρήθηκαν κυρίως κατά τις πρώτες 15-20 ημέρες του Αυγούστου. Αυτό δείχνει υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης για τα αυγά που παρήχθησαν τον Ιούλιο. Πράγματι, η επιτυχία αναπαραγωγής είναι μεγαλύτερη προς το τέλος του καλοκαιριού. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή την εποχή του χρόνου υπάρχει περισσότερη τροφή διαθέσιμη στους γονείς και, ως εκ τούτου, ξοδεύουν λιγότερο χρόνο μακριά από τη φωλιά. Μια άλλη εξήγηση είναι ότι, λόγω της ωρίμανσης των καρπών χαρουπιού, των σταφυλιών και άλλων φρούτων στην περιοχή, οι αρουραίοι είναι σε θέση να βρουν εναλλακτικές πηγές τροφής και ξοδεύουν λιγότερο χρόνο ψάχνοντας για αυγά. Πρέπει να σημειωθεί ότι, από παρατηρήσεις σε φωλιές διαφάνηκε ότι, όταν ο ένας από τους γονείς πάει για να βρει τροφή, πάντοτε ο δεύτερος παραμένει εντός της φωλιάς και προστατεύει τα αυγά ή τους νεοσσούς. Εικόνα 2: Μεγάλα κοπάδια φάσσας (Columba palumbus) στις περιοχές σίτισης, ιδιαίτερα στα καλλιεργημένα χωράφια Συμπεράσματα και προτάσεις για περαιτέρω έρευνα Από ότι έχει διαφανεί από την έρευνα, σχεδόν ένα στα τέσσερα ή πέντε φασσόπουλα που παράγονται το καλοκαίρι βρίσκεται στη φωλιά στις αρχές Αυγούστου. Μέχρι τις 15 Αυγούστου πολλές φωλιές έχουν νεοσσούς που χρειάζονται τουλάχιστον άλλη μια εβδομάδα για να την εγκαταλείψουν. Περίπου το 9,6% όλων των παραγόμενων αυγών γεννούνται τον Αύγουστο, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν νεοσσοί στις φωλιές μέχρι τα τέλη Αυγούστου και τις αρχές Σεπτεμβρίου. Επιπλέον, το 23% των αυγών που γεννούνται τον Ιούλιο θα δώσουν νεοσσούς, ένας μεγάλος αριθμός των οποίων θα παραμείνει στη φωλιά τουλάχιστον μέχρι τις πρώτες 20 ημέρες του Αυγούστου. Η θήρευση των γονιών καταδικάζει τους νεοσσούς να χαθούν από την πείνα ή από τα αρπακτικά. Ως εκ τούτου, από τις πρόσφατες μελέτες εξάγεται το συμπέρασμα ότι, το καλοκαιρινό κυνήγι φάσσας πρέπει να αρχίζει στις αρχές Σεπτεμβρίου ή όσο πιο αργά γίνεται τον Αύγουστο. Αυτό χρειάζεται για να μην πεθάνουν από την πείνα στη φωλιά οι νεοσσοί που θα χάσουν τους γονείς τους στο κυνήγι. Οι νεοσσοί αυτοί θα συμβάλουν στην αύξηση του πληθυσμού φασσών προς όφελος των κυνηγών αλλά και στην καλύτερη διαχείριση του πληθυσμού. Μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με βάση την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τα Άγρια Πτηνά, απαγορεύεται το κυνήγι κατά τη φωλεοποίηση ή την μετανάστευση. Με βάση την πιο πάνω έρευνα, το κυνήγι φάσσας στις αρχές Αυγούστου όπου σημαντικός αριθμός φασσών βρίσκονται σε αναπαραγωγική περίοδο, κατέστη παράνομο. Αυτό οδήγησε σε αλλαγή πολιτικής της Υπηρεσίας Θήρας και Πανίδας, ώστε το κυνήγι φάσσας να αρχίζει μετά τις 15 Αυγούστου. Το δε ανοιξιάτικο κυνήγι καταργήθηκε μετά από οδηγίες και πιέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Για παράδειγμα, το κυνήγι φάσσας για το έτος 2021 επετράπη από τις 22 Αυγούστου 2021 μέχρι τις 29 Οκτωβρίου 2021, και για το έτος 2022 από την 21 Αυγούστου 2022 μέχρι τις 4 Νοεμβρίου. Με αυτή την νέα θηραματική πολιτική, σταμάτησε η εξόντωση πτηνών με νεοσσούς και οι νεοσσοί είχαν την ευκαιρία να ενηλικιωθούν και να προστεθούν στον υπόλοιπο πληθυσμό, συμβάλλοντας σε μια σημαντική ετήσια αύξηση. Με αυτό το διαχειριστικό μέτρο, οι φάσσες στην Κύπρο άρχισαν να αυξάνονται και να εισβάλλουν σε νέους οικότοπους, πάρκα και πόλεις. Εντούτοις, η αύξηση του αριθμού φασσών οδήγησε και στην αύξηση των γεωργικών ζημιών. Σε περιοχές γύρω από την Λευκωσία που στο παρελθόν (στις δεκαετίες του 1980, 1990 ακόμη και 2000) δεν παρατηρούντο ζημιές από φάσσες, ενώ πλέον σήμερα καλλιέργειες με τριφύλλια και άλλα γεωργικά φυτά, όπως μπιζέλια, κουκιά κ.λπ. κυριολεκτικά θερίζονται από τους μεγάλους αριθμούς φάσσας που συγκεντρώνονται. Για τον σκοπό αυτό το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών έχει στόχο να μελετήσει τρόπους προστασίας αυτών των καλλιεργειών από τις ζημιές, με γνώμονα την ορθολογική διαχείριση και προστασία της άγριας ζωής. Βιβλιογραφία Bannerman D.A. & Bannerman W.M. (1958). The Birds of Cyprus. Oliver and Boyd, Edinburgh & London, 384 pp. Bannerman D.A. & Bannerman W.M. (1971). Handbook of the Birds of Cyprus. Oliver and Boyd, Edinburgh. Bennet C. (1979). Cyprus ornithological Society. Report No 26. Colquhoun M.K. (1951). The wood pigeon in Britain. A.R.C. series No. 10, Privy council, Agricultural Research Council. His Majesty's Stationary Office, London. Bucknill J.A. (1909-1910). On the ornithology of Cyprus. Ibis, 1909: 569-613; 1910: 1-47, 385-435. Flint P.R. & Stewart P.F. (1983). The Birds of Cyprus. B.O.U. Check-list No.6, British Ornithologist's Union, London, 174 p. Flint P.R. & Stewart P.F. (1992). The Birds of Cyprus (2nd. B.O.U. Checklist No 6, British Ornithologist's Union, London. Gallego J. (1981). La reproduccion de la Paloma Torcaz (Columba palumbus) en Avila. Ardeola, 28: 105-131. Hadjisterkotis E. (1997). The breeding biology of Woodpigeon (Columba palumbus) in Cyprus. Abstract Volume. 23rd International Congress of IUGB, Lyon France. Hadjisterkotis E. (2000). Breeding phenology and success of the woodpigeon (Columba palumbus) in Cyprus. Game and Wildlife Science, Vol. 17 (2): 81-92, Herkenrath P. (1989). - Die Brutsaison einer stadtischen Population der Ringeltaube (Columba palumbus L.). Z. Jagdwiss, 35: 119-124. Kourtellarides L. (1998). Breeding birds of Cyprus, with a checklist of the birds of Cyprus. Bank of Cyprus Group, Cyprus Ornithological Society, Nicosia, Cyprus, 299 pp. Murton R.K. (1958). The breeding of wood-pigeon populations. Bird study, 5: 157-83. Murton R.K. (1965). The Wood-pigeon. Collins, London, 256 p. Saari L. (1975). Sepelkyyhkyn metsastysajasta Suomessa. (The open season for wood pigeon in Finland). Suomen Riista, 26: 86-94. Saari L. (1979). On the breeding biology of the woodpigeon (Columba palumbus) in Finland. Finnish Game Research, 38: 3-13. Stewart P.F. & Christensen S.J. (1971). A check list of the birds of Cyprus 1971. P.F. Stewart, Plymouth. Tomialojc L. (1979). The impact of predation on urban and rural Woodpigeon (Columba palumbus L.) populations. Pol. Ecol. Stud., 5: 141-220. Η ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΜΑΣ ΕΡΕΥΝΑ

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0