Αγρότης, τεύχος 487

AΓΡΟΤΗΣ 2023 / TEΥΧΟΣ 487 62 Η ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΜΑΣ ΕΡΕΥΝΑ θηράματος. To βασικό πρόβλημα ήταν η χρονική περίοδος καθορισμού του κυνηγίου τους καλοκαιρινούς μήνες και συγκεκριμένα τον Αύγουστο. Μερικοί ισχυρίζονταν ότι η θήρευση της φάσσας έπρεπε να ξεκινάει στις αρχές Αυγούστου, επειδή μετά από αυτή την περίοδο οι φάσσες μετακινούνται από πεδινές περιοχές προς περιοχές με μεγαλύτερο υψόμετρο και δεν υπάρχουν πτηνά για θήρευση. Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονταν ότι το κυνήγι στις αρχές Αυγούστου προκαλούσε σοβαρές ζημιές στις φάσσες διότι η περίοδος φωλεοποίησης δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι τότε. Πρότειναν το κυνήγι να επιτρέπεται όσο το δυνατόν αργότερα, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος θανάτωσης των γονέων, γεγονός που θα άφηνε τους νεοσσούς μόνους, να πεθάνουν στις φωλιές από την πείνα. Φυσικά, δεν υπήρχε καμιά γραπτή μελέτη που να υποστηρίζει τα πιο πάνω. Έτσι για αρκετά χρόνια, ειδικά στις δεκαετίες 1980 και 1990, το καλοκαιρινό κυνήγι της φάσσας ήταν ένα συνεχές πείραμα, τη μια χρονιά να αρχίζει αρχές Αυγούστου και την άλλη μετά τον δεκαπενταύγουστο, αναλόγως των αντιδράσεων των κυνηγών. Είτε άρχιζε αρχές Αυγούστου, είτε αργότερα, με βάση τα στοιχεία της Υπηρεσίας Θήρας και Πανίδας, τα αποτελέσματα του κυνηγίου φάσσας ήταν απογοητευτικά και οι αριθμοί πτηνών που καταμετρούνταν σε στατιστικές έρευνες της Υπηρεσίας, δηλαδή πόσες φάσσες θήρευσε κάθε κυνηγός κατά τις κυνηγετικές εξορμήσεις, είχαν συνεχή μειωτική τάση. Αν και υπάρχουν πολυάριθμες μελέτες σχετικά με την οικολογία αναπαραγωγής της φάσσας σε άλλες χώρες (Colquhoun, 1951; Murton, 1965; Saari, 1975, 1979; Tomialojc, 1979; Gallego, 1981; Herkenrath, 1989), στην Κύπρο δεν υπήρχαν τέτοιες μελέτες όπως έχει αναφερθεί. Ακόμα δεν ήταν σίγουρο αν οι φάσσες ήταν ντόπιοι πληθυσμοί της Κύπρου ή χειμερινοί επισκέπτες. Η πιο παλιά γραπτή αναφορά στις φάσσες της Κύπρου έγινε από τον ορνιθολόγο Bucknill (1909-1910), ο οποίος ανέφερε ότι «Εικάζεται ότι πρόκειται για χειμερινούς επισκέπτες». Το 1958, οι Άγγλοι ορνιθολόγοι Bannerman and Bannerman, ανάφεραν ότι η φάσσα είναι κάτοικος της Κύπρου. Το ίδιο ανάφεραν και οι Stewart and Christensen (1971), αλλά όπως ανάφεραν στη μελέτη τους δεν υπάρχει απόδειξη για αυτό. Οι Flint and Stewart, το 1983 και το 1992, ως επίσης και ο Kourtellarides το 1998 ανάφεραν επίσης ότι η φάσσα είναι κάτοικος Κύπρου. Οι Flint and Stewart (1992) θεώρησαν ότι η παρουσία ενός μεγάλου αριθμού αυτού του είδους σε μερικά μέρη του νησιού αποτελεί χειμερινή είσοδο φασσών από το εξωτερικό. Όπως ανάφερε ο Kourtellarides το 1998, στην περίπτωση πολύ ψυχρών χειμώνων στη Βόρεια Ευρώπη, μεγάλος αριθμός φασσών επισκέπτεται την Κύπρο να διαχειμάσει. Ο Hadjisterkotis (2000), παρατήρησε ότι η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού φασσών σε μερικά μέρη της Κύπρου κατά τη διάρκεια του χειμώνα είναι σύνηθες φαινόμενο που επηρεάζεται από την ύπαρξη τροφής. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα στην απουσία πλείστων γεωργικών καλλιεργειών, μεγάλος αριθμός φασσών προσελκύεται από τις φυτείες ελιών ή στο Δάσος Πάφου όπου τρέφονται με βαλανίδια. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού οι φάσσες διασκορπίζονται σε όλη την Κύπρο σε αναζήτηση γεωργικών καλλιεργειών και γίνονται πιο ορατές στους παρατηρητές (Εικόνα 2). Όσον αφορά στη φωλεοποίηση και την αναπαραγωγή των φασσών στην Κύπρο, μέχρι τη δεκαετία του 1990 δεν υπήρχε καμιά εμπεριστατωμένη μελέτη παρά μόνο περιστασιακές αναφορές (Bannerman and Bannerman, 1959, Flint and Stewart, 1983). O τότε πρόεδρος του Πτηνολογικού Συνδέσμου Bennett (1979) σημείωσε ότι: “Δεν υπάρχουν ενδείξεις αναπαραγωγής αυτού του είδους, αλλά εν όψει της παρουσίας του κατά τη διάρκεια της κατάλληλης εποχής, φαίνεται ότι αυτό πρέπει να είναι πιθανό στις δασώδεις περιοχές, για παράδειγμα, του Δάσους Πάφου". Ο Kourtellarides (1998) στο βιβλίο του για τα πουλιά που φωλιάζουν στην Κύπρο παρατήρησε ότι η περίοδος φωλεοποίησης αρχίζει κατά τις πρώτες ημέρες του Απριλίου και διαρκεί μέχρι τον Αύγουστο. Τελικά η πρώτη προσπάθεια για εμπεριστατωμένη μελέτη της οικολογίας και της αναπαραγωγής της φάσσας στην Κύπρο έγινε από τον Χατζηστερκώτη, (Hadjisterkotis, 2000) στις αρχές του 1990 και διήρκεσε έως το 1996. Ερευνητικά αποτελέσματα για την παρουσία και διαχείριση της φάσσας στην Κύπρο Η πρώτη διαπίστωση ήταν ότι οι φάσσες ήταν εντελώς ανύπαρκτες εντός των πόλεων ή σε κατοικημένες περιοχές, ως επίσης και στο Εθνικό Πάρκο της Αθαλάσσας, όπου σήμερα υπάρχουν μεγάλοι αριθμοί και φωλιάζουν στα πεύκα της περιοχής. Στα δάση της επαρχίας Λευκωσίας κατόπιν έντονης προσπάθειας, εντοπίστηκαν μόνο μεμονωμένες άδειες φωλιές σε πεύκα. Μετά την εντατική έρευνα για φωλιές από το 1990 μέχρι τον Απρίλιο του 1992, εντοπίστηκαν τρεις περιοχές στην Επαρχία Πάφου στις οποίες υπήρχε ικανοποιητικός αριθμός φωλιών για σκοπούς περαιτέρω διερεύνησης. Έτσι τον Απρίλιο του 1992 άρχισε η πρώτη στο είδος της έρευνα για την αναπαραγωγή της φάσσας στην Κύπρο και τη Μέση Ανατολή και διήρκεσε μέχρι το τέλος του 1996. Σε κάθε φωλιά έγινε καταγραφή του αριθμού των αυγών, η ημερομηνία γέννησης των αυγών και η επιτυχία στην αναπαραγωγή, δηλαδή πόσα αυγά εκκολάφθηκαν και πόσοι νεοσσοί επιβίωσαν και εγκατέλειψαν τη φωλιά. Καταγράφηκαν 135 φωλιές στις οποίες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού παρατηρήθηκαν γεννήσεις δύο και τρεις φορές. Έτσι, καταγράφηκαν 487 αυγά σε 250 φωλιές (95% με δύο αυγά, 5% με ένα αυγό). Η μεγαλύτερη μηνιαία παραγωγή αυγών ήταν τον Μάιο (30.2%) το οποίο συμπίπτει με την ωρίμανση του βίκου Vicia sativa. Η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγή αυγών ήταν τον Ιούλιο (22.9%) κατά τη διάρκεια θερισμού των σιτηρών Triticum durum, του κριθαριού, Hordeum vulgare και των κουκιών, Vicia faba. Από τις πρώτες μέρες του Απρίλη μέχρι τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη υπήρχαν φωλιές με αυγά ή και νεοσσούς με κορύφωση στις αρχές Ιουνίου, που υποδεικνύει ότι η αναπαραγωγική περίοδος φάσσας στην Κύπρο διαρκεί τουλάχιστον από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο. Η εκκολαψιμότητα ήταν 48.0% (234 αυγά εκκολάφθηκαν) και η αναπαραγωγική επιτυχία 33.1% (161 νεοσσοί μεγάλωσαν και πέταξαν από τη φωλιά). Η επιτυχία των νεοσσών να πετάξουν από τη φωλιά ήταν υψηλότερη το δεύτερο μισό της αναπαραγωγικής περιόδου από ό,τι κατά το πρώτο μισό (73.1%-81.0% κατά το δεύτερο μισό σε σχέση με 55.7%-64.4% κατά το πρώτο, P < 0.01). Οι νεοσσοί είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης από ότι τα αυγά, και 68.8% από όλα τα εκκολαφθέντα αυγά έδωσαν νεοσσούς που κατάφεραν να επιβιώσουν και να πετάξουν από τη φωλιά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0