Λεύκιος Ζαφειρίου. Η μετέωρη θλίψη της ιστορίας

19 - Πλησίαζαν Χριστούγεννα, τέσσερις μήνες από τότε που ήρθαν τα τανκ κι έζωσαν το χωριό. Έμεινε ο στρατός και περιπολούσαν στους δρόμους, νωρίς το απόγευμα κλειδωνόμασταν στα σπίτια. Δεν μπορούσες να πας πουθενά κι ήμασταν με την ψυχή στο στόμα… ο φόβος μην έρθουν και πάρουν τα κορίτσια. Έτσι ζούσαμε, χωρίς να ξέρουμε πώς θα ξημέρωνε η άλλη μέρα. Η φωνή της έχει έναν πένθιμο τόνο, αφηγείται περιστατικά που τη βασανίζουν χρόνια τώρα. ‘Ερχονται στον ύπνο της εφιάλτες, όσα πέρασε και ζει σε μιαν άχρονη πραγματικότητα, χωρίς αρχή και τέλος. Στο πρόσωπο οι ρυτίδες, σαν χαραγμένες από αδέξιο χέρι, περιβάλλουν τα δυο της μάτια. Ακούγονται έξω στην αυλή τα πουλιά, περιστέρια βολτάρουν γύρω απ’ το παλαιικό σπίτι με τις καμάρες και δυο μπαίνουν στον ηλιακό. - Ντύναμε τις κόρες μας μ’ αντρικά ρούχα κι όταν πηγαίναμε στον καφενέ να πάρουμε τα τρόφιμα που μας έφερνε ο Ερυθρός Σταυρός, τις κρύβαμε στο πατάρι. Και μας κοιτούσαν οι στρατιώτες καχύποπτα, τι παίρναμε και τι βάζαμε στα καλάθια και φεύγαμε. Τι ζωή κι αυτή να ’σαι ξένη στον τόπο σου, με ξένους στρατιώτες να κάνουν κουμάντο. Αυτή τη σκλαβιά μέσα μας, στον τόπο μας, πώς να την αντέξεις χωρίς πληρωμή, που σε σακατεύει μέρα με τη μέρα σαν γάγγραινα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==