Η τουρκική εισβολή και κατοχή επέφερε οικονομική κατάρρευση στο βόρειο τμήμα του νησιού, το οποίο πριν το 1974 ήταν το πλουσιότερο και το πιο ανεπτυγμένο. Το 70% των πλουτοπαραγωγικών πόρων της Κύπρου χάθηκε, ενώ 30% του εργατικού δυναμικού κατέστησαν άνεργοι. Μεγάλο μέρος της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς στο κατεχόμενο τμήμα έχει καταστραφεί και υποστεί βανδαλισμούς, ενώ χώροι λατρείας έχουν βεβηλωθεί. Η καταστροφή της πολιτισμικής κληρονομιάς έχει διαπραχθεί σε μεγάλο βαθμό από τον τουρκικό στρατό και Τούρκους υπηκόους και συνεχίζεται ακόμη με τη συνεργία της κατοχικής δύναμης. Μια σειρά αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, καθώς και άλλων διεθνών οργανισμών, καταδικάζουν την τουρκική εισβολή και τις άλλες επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας εναντίον της Κύπρου, ζητούν την επιστροφή όλων των προσφύγων στα σπίτια τους υπό συνθήκες ασφάλειας και τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων καθώς και την άμεση αποχώρηση από το νησί όλων των ξένων στρατευμάτων και απαιτούν την αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον σεβασμό της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου. Επιπρόσθετα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων βρήκε την Τουρκία υπεύθυνη για μαζικές και συστηματικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έχει αναλάβει διάφορες πρωτοβουλίες για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος και την επανένωση του νησιού με διαδοχικούς γύρους διακοινοτικών συνομιλιών που διεξάγονται από το 1974. Η πρόοδος, δυστυχώς, έχει υπονομευθεί, με ποικίλους τρόπους, από την τουρκική πλευρά και την τουρκοκυπριακή ηγεσία, που επιδιώκουν μια διευθέτηση που θα άφηνε την Κύπρο μόνιμα διαιρεμένη. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, από την άλλη, εμμένει σε μια πραγματική επανένωση της χώρας. Στις 24 Απριλίου 2004 ζητήθηκε από τον λαό της Κύπρου να εγκρίνει ή να απορρίψει σε χωριστά και ταυτόχρονα δημοψηφίσματα στις δύο κοινότητες, την πρόταση του Γενικού Γραμματέα για μια συνολική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος (Σχέδιο Ανάν V). Με σαφή πλειοψηφία 75,8%, οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το προτεινόμενο σχέδιο γιατί θεώρησαν ότι το τελικό κείμενο δεν ήταν ισορροπημένο και δεν ικανοποιούσε τις βασικές τους ανησυχίες αναφορικά με την ασφάλεια, τη λειτουργικότητα και τη βιωσιμότητα της λύσης. Με την ψήφο τους οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το συγκεκριμένο ατελές Σχέδιο που τέθηκε ενώπιόν τους, επειδή δεν οδηγούσε στην πραγματική επανένωση των θεσμών, του λαού, του εδάφους και της οικονομίας της Κύπρου. Αντίθετα, οι Τουρκοκύπριοι (συμπεριλαμβανομένων των ψήφων των παράνομων εποίκων από την Τουρκία) με μια πλειοψηφία 64,9% ψήφισαν υπέρ του Σχεδίου. 16
RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==