Το τετραμηνιαίο περιοδικό του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος το οποίο εκδίδεται από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών.

33 AΓΡΟΤΗΣ 2024 / TEΥΧΟΣ 491 ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ Κελσίου. Σχετικά με τις αίγες και τα ερίφια, η Ζώνη Θερμικής Άνεσης κυμαίνεται γύρω στους 7-24 και 13-26 βαθμούς Κελσίου αντίστοιχα. Στα πρόβατα σημαντικό ρόλο έχουν η φυλή και το πάχος του μαλλιού, αλλά γενικά η Ζώνη Θερμικής Άνεσης κυμαίνεται μεταξύ των 4 και 21 βαθμών Κελσίου, ενώ για τα νεογέννητα αρνιά το κατώτατο όριο κυμαίνεται γύρω στους 18 βαθμούς Κελσίου και το ανώτατο στους 21 βαθμούς Κελσίου. Η καλή κυκλοφορία του αέρα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον μετριασμό των υψηλών θερμοκρασιών εντός των υποστατικών διαβίωσης βοοειδών και αιγοπροβάτων. Η καλή κυκλοφορία του αέρα εντός των υποστατικών προϋποθέτει ότι τα υποστατικά έχουν τον κατάλληλο προσανατολισμό και τις κατάλληλες εσωτερικές διαρρυθμίσεις, ώστε να γίνεται εκμετάλλευση του αέρα από οποιοδήποτε κατεύθυνση. Επιπλέον, ο καλός αερισμός βοηθά στην απομάκρυνση διάφορων βλαβερών αερίων, όπως το μεθάνιο, η αμμωνία, το διοξείδιο του άνθρακα, τα οποία παράγονται από τα κόπρανα και ούρα των βοοειδών και αιγοπροβάτων. Η εισχώρηση φρέσκου αέρα στα υποστατικά βοηθά στην ανανέωση οξυγόνου, στη μείωση της υγρασίας στο πάτωμα και στη μη δημιουργία μυκήτων στην οροφή, στους τοίχους και στο πάτωμα. Η τοποθέτηση ανεμιστήρων στο υποστατικό σε συνδυασμό με υδρονέφωση, περιοδικό δηλαδή ψεκασμό νερού με ειδικά ακροφύσια πάνω στα βοοειδή, συμβάλλει στην ανακούφιση των βοοειδών από τις υψηλές θερμοκρασίες εντός των υποστατικών. Όμως, πρέπει να αξιολογηθεί το κόστος εγκατάστασής τους και το όφελος που θα έχει ο κτηνοτρόφος από αυτήν την επένδυση. Τέλος, συστήνεται να απομακρύνονται τα λύματα από τα υποστατικά διαβίωσης των μηρυκαστικών σε μόνιμη βάση και να διενεργούνται καθολικοί ή δολωματικοί υγειονομικοί ψεκασμοί για την πρόληψη και καταπολέμηση της μύγας εντός των υποστατικών. Τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα που έχουν υψηλή ποσόστωση χονδροειδών ζωοτροφών στα σιτηρέσιά τους έναντι συμπυκνωμένων ζωοτροφών, δηλαδή 60:40, 55:45, 65:35 είναι περισσότερο ευάλωτα και με χαμηλή απόδοση. Αυτό συμβαίνει διότι μειώνεται η κινητικότητα της μεγάλης κοιλίας, λόγω του μεγαλύτερου ποσοστού λιγνίνης, κυτταρίνης και ημικυτταρίνης που περιέχουν σανοί και ποκαλάμη. Ως αποτέλεσμα, επιβραδύνεται η διέλευση των χονδροειδών ζωοτροφών από το πεπτικό σύστημα και η μετατρεψιμότητα της ολικής καθαρής ενέργειας των χονδροειδών ζωοτροφών σε γάλα μειώνεται σημαντικά. Άρα, συστήνεται η ποσόστωση των συμπυκνωμένων ζωοτροφών να υπερισχύει των χονδροειδών ζωοτροφών. Επιπλέον, συστήνεται τόσο η συμπυκνωμένη όσο και η χονδροειδής ζωοτροφή να χορηγούνται όταν η θερμοκρασία είναι χαμηλότερη, δηλαδή κατά τις πρωινές ώρες ή/ και απογευματινές προς νυχτερινές ώρες. Αυτό συμβάλλει στην κάλυψη μεγαλύτερων αναγκών των μηρυκαστικών. Παράλληλα, η χορήγηση της ημερήσιας ποσότητας των χονδροειδών και συμπυκνωμένων ζωοτροφών να γίνεται τουλάχιστο σε δύο-τρεις δόσεις, ώστε να ευνοείται η αύξηση της κατανάλωσης της ξηρής ουσίας. Τέλος, συστήνεται η αύξηση του ποσοστού του καλίου, νατρίου, χλωρίου, ασβεστίου, μαγνησίου στο σιτηρέσιο, λόγω του ότι αυτά τα στοιχεία χάνονται σε μεγάλες ποσότητες μέσω των Τροφιμογενείς λοιμώξεις Πόπη Κυριακίδου, Σάββας Γεννάρης Κτηνιατρικοί Λειτουργοί Κτηνιατρικές Υπηρεσίες Οι τροφιμογενείς λοιμώξεις είναι οι λοιμώξεις που προκαλούνται από την κατανάλωση μολυσμένων τροφίμων ή νερού. Οι συχνότερες λοιμώξεις προκαλούνται από τα βακτήρια Campylobacter spp., Salmonella spp., Shigella spp. και εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο (EHEC), καθώς και από μια ομάδα ιών που είναι γνωστοί με την ονομασία Noroviruses. Έχουν καταγραφεί περισσότερες από 250 διαφορετικές τροφιμογενείς λοιμώξεις στον κόσμο. Η συχνότητα εμφάνισης των τροφιμογενών λοιμώξεων έχει μειωθεί αρκετά κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Αυτό οφείλεται στις μεθόδους επεξεργασίας των τροφίμων, όπως είναι η παστερίωση και η κονσερβοποίηση, οι οποίες οδήγησαν στη μείωση μέχρι και την εξάλειψη αρκετών γνωστών τροφιμογενών λοιμώξεων που υπήρχαν τα παλαιότερα χρόνια, αλλά κυρίως στη διατήρηση των καλών συνθηκών υγιεινής, τόσο κατά την παρασκευή, συντήρηση, έκθεση προς πώληση όσο και τη διατήρησή τους. Η πιο γνωστή για το κοινό λοίμωξη είναι η σαλμονέλωση, η οποία προκαλείται από το βακτήριο σαλμονέλα. Η μετάδοση του βακτηρίου μπορεί να πραγματοποιηθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο, δηλαδή από ασθενείς ή φορείς, από προϊόντα ζωικής προέλευσης που προέρχονται από μολυσμένα ζώα, από τρόφιμα που επιμολύνονται κατά τη διάρκεια της παραγωγής, επεξεργασίας ή συντήρησής τους, καθώς και από μολυσμένο νερό ή αντικείμενα που χρησιμοποιούνται κατά την ετοιμασία του φαγητού και τα οποία δεν έχουν καθαριστεί σωστά. Ύποπτα τρόφιμα για σαλμονέλα είναι τα αβγά ή οτιδήποτε περιέχει νωπό αβγά, το νωπό κρέας πουλερικών, ωμά κρεατοπαρασκευάσματα με κιμά, και τα άπλυτα φρέσκα λαχανικά. Οι σαλμονελώσεις έχουν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης το καλοκαίρι, επειδή το βακτήριο έχει την ιδιότητα της άμεσης προσαρμογής σε ένα ευρύ φάσμα περιβαλλοντικών συνθηκών. Μια άλλη πολύ συνηθισμένη τροφιμογενής λοίμωξη είναι η καμπυλοβακτηριδιάση, η οποία προκαλείται από το καμπυλοβακτηρίδιο. Το καμπυλοβακτηρίδιο διαβιεί στο εντερικό σύστημα άγριων και παραγωγικών ζώων, όπως είναι τα βοοειδή και τα πουλερικά. Αποβάλλεται στο περιβάλλον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==