Unus Pro Omnibus. Ο Sylvain Beraud και οι Λατίνοι της Κύπρου.

Εκεί ο Antoine και η Ευγενία απέκτησαν τον Adrien, τον πατέρα μου, τον Jules, τον Νinο και τη Marie που πέθανε νέα στην Αίγυπτο, σε ένα σχολείο καλόγριων όπου ήταν εσώκλειστη. Τα δύο πρώτα αγόρια έχουν τα ονόματα των αδελφών του παππού μου που πέθαναν νέοι, Adrien και Jules. Ο πατέρας μου, ο Adrien, στάλθηκε από τους γονείς του στην Αλεξάνδρεια να σπουδάσει Ιταλικά και Γαλλικά. Πήγε με τον Αρμένιο φίλο του, τον Maurice Shehrian. Αυτός είχε ένα ωραίο κατάστημα στις Φοινικούδες που πουλούσε τα πάντα. Τις διευθετήσεις για τα δύο αγόρια έκανε ο παππούς μου ο Antoine μαζί με τον αντιπρόσωπο της Μessageries Μaritimes στην Αλεξάνδρεια με τον οποίο συνεργάζονταν στενά. Ήταν εσώκλειστοι στο σχολείο, έρχονταν μόνο μια φορά τον χρόνο. Όταν ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους και οι δύο επέστρεψαν στην Κύπρο. Ο Maurice έμεινε στη Λάρνακα και ο πατέρας μου πήγε να δουλέψει ως επιστάτης στον Αμίαντο. Υπέφερε εκεί· σκεφτείτε, ήταν στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια και αμέσως μετά στον ερημικό Αμίαντο, στη μέση του πουθενά. Τον έστειλε εκεί η θεία Πεππού, η αδελφή του πατέρα του, που ανέλαβε την ανατροφή των ανιψιών της μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Το 1924 στις Πλάτρες. Ο πατέρας μου, πρώτος από αριστερά, συνήθιζε να πηγαίνει στις Πλάτρες τα καλοκαίρια για να διασκεδάζει με τους φίλους και τις φίλες του. Πολλοί από αυτούς κατάγονταν από τη Λάρνακα. Στον πατέρα μου άρεσε να φλερτάρει. Ντύνονταν όλοι πολύ προσεκτικά, φορούσαν λινά και βαμβακερά ενδύματα, καλοραμμένα και φορούσαν ψάθινα καπέλα· τα έλεγαν ψαθάκια ή χρησιμοποιούσαν τον ιταλικό όρο paglia. Η αμφίεσή τους ήταν λιγότερο επίσημη απ’ αυτήν της πόλης αλλά όχι λιγότερο προσεγμένη. Κρατούσαν και μπαστούνια για περπάτημα· δεν ξέρω αν πραγματικά τούς χρειάζονταν… Μάλλον τα κρατούσαν ως αξεσουάρ της ένδυσης του βουνού!

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0