Αγρότης, τεύχος 482

25 A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 2 1 / T E Υ Χ Ο Σ 4 8 2 ΓΕΩΡΓIΑ Παράγοντες που επηρεάζουν τη δυνατότητα πρόσληψης θρεπτικών στοιχείων από τα φυτά • Το pΗ του εδάφους. Η ικανότητα αφομοίωσης των θρεπτικών στοιχείων από το φυτό επηρεάζεται άμεσα από το pH του εδάφους. • Η θερμοκρασία του εδάφους. Σε ένα ψυχρό έδαφος απαιτείται μεγαλύτερη συγκέντρωση ενός θρεπτικού στοιχείου για την πρόσληψή του από το φυτό παρά σε ένα θερμό έδαφος. • Η ανταγωνιστική επίδραση ενός στοιχείου. Η υψηλή συγκέντρωση ενός στοιχείου στο εδαφικό διάλυμα μπορεί να επηρεάσει την πρόσληψη άλλου θρεπτικού στοιχείου. Για παράδειγμα, η προσθήκη καλίου μπορεί να επηρεάσει την πρόσληψη μαγνησίου. Η ανταγωνιστική επίδραση του καλίου στο μαγνήσιο έχει αποτέλεσμα την αδυναμία πρόσληψης μαγνησίου με επιπτώσεις στην ανάπτυξη του φυτού. Πρόληψη τοξικοτήτων και τροφοπενιών από θρεπτικά στοιχεία Τα φυτά χρειάζονται τον σωστό συνδυασμό θρεπτικών στοιχείων για να επιβιώσουν, να μεγαλώσουν και να αναπαραχθούν. Λίγο υψηλότερη συγκέντρωση (τοξικότητα) ή λίγο χαμηλότερη (τροφοπενία) κάποιου στοιχείου μπορεί προκαλέσει προβλήματα στην καλλιέργεια. Η εμφάνιση συμπτωμάτων τροφοπενίας γενικά σχετίζεται με μείωση της απόδοσης και μείωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. Η αποφυγή τροφοπενιών μπορεί να επιτευχθεί με χημική ανάλυση του εδάφους, τη γνώση των θρεπτικών αναγκών των καλλιεργειών και την κατάλληλη διαχείριση της καλλιέργειας. Λιπάσματα Η συμπλήρωση και αναπλήρωση των θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος γίνεται με την προσθήκη λιπασμάτων με τρόπο ώστε οι καλλιέργειες να έχουν πάντοτε στη διάθεσή τους τα αναγκαία θρεπτικά στοιχεία για την κανονική ανάπτυξη και ταυτόχρονα την άριστη απόδοσή τους τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Τα λιπάσματα ανάλογα με την προέλευσή τους χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τα οργανικά και τα ανόργανα. Τα οργανικά λιπάσματα είναι τα λιπάσματα που παράγονται από ζωντανούς οργανισμούς φυτικής ή ζωικής προέλευσης όπως είναι για παράδειγμα οι κοπριές, τα κρεατάλευρα, τα απόβλητα βιολογικών σταθμών κ.ά. Αυτό που χαρακτηρίζει τα οργανικά λιπάσματα είναι η χαμηλή περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία γι’ αυτό και χρειάζεται να προστίθεται σε μεγάλες ποσότητες. Το πρώτο είδος οργανικού λιπάσματος που χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί ο άνθρωπος είναι η κοπριά. Η χρησιμοποίησή της είναι υποβοηθητική τόσο για το φυτό όσο και για το έδαφος, πρέπει να είναι, όμως, καλά χωνεμένη και να είναι απαλλαγμένη από άλατα, σπόρους και βλαβερούς μικροοργανισμούς. Τα ανόργανα λιπάσματα ή τα χημικά λιπάσματα όπως επικράτησε να λέγεται είναι τα λιπάσματα τα οποία παράγονται βιομηχανικά με φυσικοχημικές διεργασίες. Τα ανόργανα λιπάσματα, με βάση την περιεκτικότητα τους σε θρεπτικά στοιχεία, διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες: (α) Απλά λιπάσματα: Λιπάσματα που περιέχουν ένα μόνο από τα κύρια θρεπτικά στοιχεία. (β) Μικτά ή σύνθετα λιπάσματα: Λιπάσματα που περιέχουν δύο ή περισσότερα κύρια θρεπτικά στοιχεία. (γ) Ενισχυμένα λιπάσματα: Απλά ή μικτά λιπάσματα που περιέχουν επιπρόσθετα ένα ή περισσότερα δευτερεύοντα θρεπτικά στοιχεία. (δ) Εμπλουτισμένα λιπάσματα: Λιπάσματα που περιέχουν ένα ή περισσότερα κύρια ή δευτερεύοντα θρεπτικά στοιχεία και ιχνοστοιχεία. (ε) Δευτερεύοντα λιπάσματα: Λιπάσματα που περιέχουν ένα ή περισσότερα δευτερεύοντα θρεπτικά στοιχεία. Η χρήση των λιπασμάτων έχει ευεργετικά αποτελέσματα, ωστόσο η αλόγιστη χρήση τους παρουσιάζει και ορισμένα μειονεκτήματα όπως είναι ο ευτροφισμός στα επιφανειακά νερά, ο ανταγωνισμός των στοιχείων στο έδαφος, η αύξηση των νιτρικών ιόντων στον υδροφόρο ορίζοντα, κ.ά. Σύμφωνα με τα πιο πάνω η προσθήκη λιπασμάτων πρέπει να γίνεται με ορθολογικό τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται: • η αύξηση της παραγωγικότητας των καλλιεργούμενων εκτάσεων, • η βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων, • η ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής, και • η προστασία του περιβάλλοντος. Τι ξεχωριστό και πλέον επίκαιρο χαρακτηρίζει την κυπριακή αμπελουργία Η παγκόσμια τάση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στην αμπελουργία περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, προσπάθεια για περιορισμό της χρήσης νερού, ελαχιστοποίηση των επεμβατικών ενεργειώνστοοικοσύστημα, διατήρηση τηςβιοποικιλότητας, χρήση ποικιλιών προσαρμοσμένων στην κάθε περιοχή, περιορισμό της χρήσης φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων και κάθε δυνατή προσπάθεια για προστασία του καταναλωτή, του παραγωγού και φυσικά του περιβάλλοντός μας. Νικολίνα Κυριάκου Λειτουργός Αμπελοοινικών Προϊόντων- ΣΑΠ Τμήμα Γεωργίας Ο χαρακτήρας της κυπριακής παραδοσιακής αμπελουργίας βασίζεται σε πέντε κύριους παράγοντες. I. Η ύπαρξη ξηρικών αμπελώνων. Η δυνατότητα ύπαρξης μιας καλλιέργειας χωρίς την ανάγκη άρδευσης αποτελεί ευλογία, ειδικά σε μια χώρα όπου κατά καιρούς μαστίζεται από ξηρασία και άνυδρες περιόδους. Όταν το υδατικό ισοζύγιο πρέπει να διαφυλαχθεί και να διατηρηθεί μια ισορροπία, όποια ανάγκη για επιπλέον κατανάλωση νερού πρέπει να αποφεύγεται. Ειδικά σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν λύσεις για αποφυγή της περαιτέρω κατανάλωσης νερού. II. Η διαμόρφωση των αμπελώνων σε κύπελλο. Η διαμόρφωση των φυτών στο παραδοσιακό χαμηλό κύπελλο είναι συνυφασμένη με τις μειωμένες απαιτήσεις σε υγρασία. Ταυτόχρονα, η πολύ πυκνή φύτευση συμβάλλει στην εκμετάλλευση της λιγοστής έκτασης του κάθε τεμαχίου και προστατεύει από πιθανές διαβρώσεις τα επικλινή εδάφη. Αποδεδειγμένα με ελάχιστη ανάγκη για άρδευση οι αμπελώνες διαμορφωμένοι στο παραδοσιακό κύπελλο πρέπει να διατηρηθούν και όπου είναι δυνατόν να επανέλθουν. Οι γραμμικοί αμπελώνες εκτινάσσουν τις απαιτήσεις της φυτείας σε υγρασία

RkJQdWJsaXNoZXIy MTA5NDYxNw==