Αγρότης, τεύχος 481

A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 2 1 / T E Υ Χ Ο Σ 4 8 1 59 ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΦΥΤΑ Δέντρο της χρονιάς 2021 Τρεμιθιά - Pistacia terebinthus Η Τρεμιθιά (Pistacia terebinthus) ανήκει στην οικογένεια των Ανακαρδιιδών (Anacardiaceae) , η οποία περιλαμβάνει εξήντα γένη. Το γένος Pistacia , στο οποίο ανήκει και η Τρεμιθιά, περιλαμβάνει έντεκα είδη με εξάπλωση κυρίως στη Μεσόγειο, στην Ασία, το Μεξικό, τις ΗΠΑ, τα νησιά του Ατλαντικού και την Ανατολική Τροπική Αφρική. Από αυτά, τα είδη Pistacia terebinthus (Τρεμιθιά), P. atlantica (Τρέμιθθος) και P. lentiscus (Σχινιά) είναι ιθαγενή της Κύπρου, ενώ η P. vera (Χαλεπιανή) καλλιεργείται για τους εδώδιμους καρπούς της, τα γνωστά χαλεπιανά. Τάκης Παπαχριστοφόρου Πρώτος Δασικός Λειτουργός Τμήμα Δασών Περιγραφή: Είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο ύψους μέχρι 6m, με τεφροκαστανό φλοιό. Τα φύλλα της είναι κατ’ εναλλαγή, σύνθετα, πτερωτά, περιττόληκτα ή αρτιόληκτα, 10-20(-25)cm. Τα φυλλάρια είναι σε ζεύγη 2-4(-6), επιμήκη ή ωοειδή μήκους 20-60mm, άτριχα ή ελαφρά τριχωτά, γυαλιστερά, πράσινα στην πάνω επιφάνεια και ωχρότερα στην κάτω με ράχη χωρίς πτερύγιο. Τα άνθη είναι μονογενή, αρσενικά και θηλυκά, διατεταγμένα σε φόβες στις μασχάλες των φύλλων με καστανοπράσινο περιγόνιο. Ανθίζει από τον Μάρτιο μέχρι τον Απρίλιο. Ο καρπός είναι αντωοειδής δρύπη 5-7 x 5mm, κόκκινη στην αρχή, κυανοπράσινη κατά την ωρίμανση. Ωριμάζει σταδιακά από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο. Εξάπλωση - Ενδιαίτημα: Η εξάπλωσή της στην Κύπρο ξεκινά από την επιφάνεια της θάλασσας και φτάνει μέχρι τα 1500m υψόμετρο στις περιοχές Ακάμα, οροσειράς Τροόδους, Δάση Αδελφοί και Μαχαιρά, Χερσόνησο της Καρπασίας, Πενταδάκτυλο και Κορμακίτη. Είναι ιθαγενές είδος της Κύπρου, κοινό σε πετρώδεις πλαγιές, πευκοδάση και θαμνώνες. Συμμετέχει σε διάφορους τύπους οικοτόπων όπως: 2260 (θίνες με σκληρόφυλλους θάμνους), 5230 (δενδρώδεις θαμνώνες με δάφνες), 5330 (θέρμο μεσογειακοί και προ ερημικοί θαμνώνες), 93Α0 (δρυοδάση), 9320 (δάση ελιάς και χαρουπιάς) και 9540 (δάση τραχείας πεύκης). Εντοπίζεται, επίσης, και σε άλλους τύπους οικοτόπων. Ιστορικά στοιχεία: Αναφορά στο δέντρο γίνεται από τον Πλίνιο (23-79 μ.Χ.), ο οποίος γράφει ότι το τρεμιθέλαιο (oleo terebinthi) χρησιμοποιείται για τη νοθεία του βαλσάμου (Natural History, 12.121). Επίσης, γράφει για το μετώπιο - ένα σύνθετο μύρο - στο οποίο συμμετέχει και η ρητίνη της τρεμιθιάς (resinamterebithinam) (Natural History, 13.8). Περί Κύπρου: Κατά τον Lentini (2004b) τα κατάλοιπα τερεβινθίνης (turbentine) που εντοπίστηκαν στο βιομηχανικό συγκρότημα του αρχαιολογικού χώρου «Πύργος-Μαυροράχη» του 19 ου αιώνα π.Χ. προέρχονται από την Pistacia terebinthus . Επίσης, καρποί της Pistacia terebinthus βρέθηκαν στο τέμενος Hala Sultan Tekke, στον αρχαιολογικό χώρο Κάστρος, στο Ακρωτήρι Αποστόλου Ανδρέα, καθώς και σε ανασκαφές στην Κισσόνεργα και στη Σωτήρα. Ονοματολογία: Το επίθετο terebinthus προέρχεται από την «τέρμινθο» που αναφέρεται στα αρχαία ελληνικά κείμενα. Η Κοκκινοτριμιθιά (Κόκκινη Τριμιθιά), σύμφωνα με αναφορά των Τζέφρυ και Γκάνις, πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό που αφθονούσε στην περιοχή και το οποίο έδωσε το όνομά του και σε άλλα χωριά και τοπωνύμια της Κύπρου όπως η Τρεμετουσιά, Τρεμιθούσα και το Τριμίθθι. Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι το όνομα του χωριού προήλθε από μια τρεμιθιά που υπήρχε μέχρι πρόσφατα στον περίβολο της εκκλησίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ενώ ένα μεγάλο δέντρο Τρεμιθιάς εντοπίστηκε και στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στην Κοκκινοτριμιθιά, για το οποίο θα ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία του. Χρήσεις: Είναι είδος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως καλλωπιστικό. Στην αρχιτεκτονική τοπίου αξιοποιείται ως μικρό δέντρο που προσφέρει χρώμα και σχήμα στον χώρο που θα φυτευτεί. Ιδιαίτερα την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, λόγω της ποικιλομορφίας των ανθέων, των φύλλων και των καρπών της η τρεμιθιά προσδίδει κοσμητική αξία. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πάρκα και πλατείες. Το ξύλο της χρησιμοποιείται ως καυσόξυλο, και στην παραγωγή κάρβουνων. Ευδοκιμεί σε όλους τους τύπους εδαφών. Οι καρποί της χρησιμοποιούνται ως άρτυμα στην παρασκευή ντόπιων ζυμαρικών, τις γνωστές «τρεμιθθόπιττες», ενώ σε ορισμένες περιοχές τρώγονται ξεροί ή ψημένοι με αλάτι. Σε πολλά φυτά αναπτύσσονται κερατόμορφα ζωοκηκκίδια που περιέχουν κίτρινη βαφή τα οποία προκαλούνται από κοκκοειδές έντομο. Εδώδιμοι είναι και οι τρυφεροί βλαστοί. Μαζεύονται στα πολύ αρχικά στάδια και τρώγονται ωμοί ή τηγανίζονται με αυγά. Επίσης, γίνονται ξιδάτοι ή αλατίζονται και αποτελούν νόστιμο ορεκτικό (Γεννάδιος, 1914). Σε αυτό το ορεκτικό αναφέρεται και ο Γαληνός (129-200 μ.Χ.) στο ίδιο χωρίο που γράφει για την κάππαρη της Κύπρου (βλ. σχετική περιγραφή): «Τις τρυφερές άκρες και αυτού του φυτού <της κάππαρις> τις τρων, όπως και εκείνες της τερμίνθου <τρεμιθιάς> κι όταν ακόμα είναι πράσινες τις βάζουν, όπως και εκείνες, στη σαλαμούρα ή στο ξύδι.» (Περί τροφών δυνάμεως, 2.34 Χατζηιωάννου 1985: ΑΚΕΠ, 2: 163.5).

RkJQdWJsaXNoZXIy MTA5NDYxNw==