Latins of Cyprus_EL

ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ 28 Όσον αφορά στην επίδραση στην κυπριακή διάλεκτο, σημειώνεται ότι δεκάδες λέξεις που χρησιμοποιούνται σήμερα έλκουν την καταγωγή τους από την περίοδο της Φραγκοκρατίας και της Ενετοκρατίας. Για παράδειγμα, οι πιο κάτω λέξεις χρησιμοποιούνται συχνά στη σημερινή κυπριακή διάλεκτο: • Λατινικές: βάκλα (ουρά προβάτου), βούκκα (μάγουλο), βούκκος (μπουκιά), ζιβανία (είδος ρακί), καλλίτζιν (πέταλο), κουκουμάς (κουμπαράς), κούσπος (σκαπάνη), μαντηλιά (πετσέτα), μπουκκώννω (γεμίζω/κλείνω το στόμα), πλουμίζω (στολίζω), πούγκα (τσέπη), ρουσούδιν (ιλαρά), στουππώννω (βουλλώνω), φουτουνιάζουμαι (εξοργίζομαι). • Προβηγκιανές: κουλιάζω (φιλτράρω), κουμέρα (κουμπάρα), πουλουστρίνα (πρωτοχρονιάτικο χρηματικό δώρο), ρότσα (πέτρα), σπλίγκα (καρφίτσα), τάτσα (λεκές), τσαέρα (καρέκλα), τσιμινιά (καπνοδόχος), τσούρα (κατσίκα). • Γαλλικές: αμάντα (ηρεμία), βλάγκα (υπομονή), βολίτζιν (δοκάρι στέγης), γλιππάρω (αποφεύγω/γλυτώνω), ζάμπα (γοφός), κούζα (κανάτα), κουμανταρία (είδος γλυκού κρασιού), λιβέριν (λοστός), μίντζιης (ισχνός), πεζούνιν (περιστέρι), ποδίνα (μπότα), πρότσα (πιρούνι), σέντε (πατάρι), φλαντζίν (συκώτι), φλαούνα (πασχαλινό τσουρέκι), φλόκκος (σφουγγαρόπανο), φουκού (μαγκάλι). • Γαλλοϊταλικές: δυσπυρκώ (δυσανασχετώ), κοστώννω (μελανιάζω), μαραπέλλα (κορόμηλο), παλάρω (δυναμώνω), πινόλια (σπόροι κουκουναριού), πομιλόριν (ντομάτα), πουρνέλλα (δαμάσκηνο), σιουκράζουμαι (ησυχάζω). • Ιταλικές: αμπούστα (θήκη), γιουτώ (βολεύω/βοηθώ), ζαμπούκκος (κουφοξυλιά), καρκόλα (κρεβάτι), κατσέλλα (αγελάδα), λάντα (λιμνασμένο νερό), λαντζιεύκω (λογχίζω/πληγώνω), λαπορτάρω (καταγγέλλω παράπτωμα), λασμαρίν (δεντρολίβανο), λούντζα (καπνιστό χοιρινό), μαλαππάππας (ανόητος), μάππα (μπάλα), μάππουρος (κουκουνάρι), ματσιάζω (τσαλακώνω), ματσικόριδον (φυτό νάρκισσος), ξαρνιάζω (γδέρνω), παπίρα (πάπια), παρτάρω (μεροληπτώ), περσιάνα (κιγκλιδωτό παραθυρόφυλλο), πιλάντζα (ζυγαριά), πλάτσα (απλωσιά), πότσα (μπουκάλα), ραφκιόλα (ραβιόλι), ριάλια (λεφτά), σινιάρω (σημαδεύω/αναγνωρίζω), σουππώννω (βρέχω), σπόντα (καρφί), σσιηπέττος (κυνηγετικό όπλο), σταγκώννω (κλείνω ερμητικά), στράτα (δρόμος), συσταρίζω (συγυρίζω), τίτσιρος (γυμνός), ττάππος (πώμα/κοντός), φαλλάρω (συγχύζομαι), φαραώνα (φραγκόκοτα), φκιόρον (λουλούδι), φουντάνα (βρύση) και οι εκφράσεις καρατέλλον (μεγάλη ποσότητα), μάγκο μου (τουλάχιστον), μάνι-μάνι (γρήγορα) και στρακόττον (έντονο μεθύσι). • Βενετικές: γαλίνα (θηλυκή γαλοπούλα), καντούνιν (δρομάκι, γωνία), καράολος (σαλιγκάρι), κάστια (βάσανα), κούρβα (στροφή), λαβέζιν (χύτρα), λαμιντζάνα (φιάλη μεγάλου μεγέθους), πομπάρω (φουσκώνω), ρέμπελος (αλήτης), σκαρπάρης (παπουτσής) και το επιφώνημα «σιόρ». • Αραγωνικές: κουέλλα (προβατίνα), λόττα (γουρούνα). Όσο δε αφορά τα τοπωνύμια, τα οποία είναι αρκετά, ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής: • Από ευγενείς: Αγκολέμι, Αγλαντζιά, Αλαμινός, Αμαργέτη, Αναβαργός, Βατυλή, Γιόλου, Γούρρι, Ζακάκι, Καπούτι, Κοντεμένος, Κυβίδες, Λαζανιά, Λιβερά, Λουρουτζίνα, Μάμμαρι, Μαρί, Μαρκί, Μενεού, Μένοικο, Μόρα, Ομορφίτα, Τάλα, Τερσεφάνου, Τζιάος, Χαλέρι, Χούλου, Φυκάρδου και πιθανώς το Πελένδρι και η Φλάσου. • Από τα Γαλλικά: Αγκαστίνα, Απλάντα, Αχέλεια, Ίνια, Κοντέα, Λιζάτα, Μάσαρι, Μπέλλα-Πάις, Πυλέρι, Σκάλα. • Από τα Ιταλικά: Βουφαβέντο, Κάβο Γάτα, Κάβο Γκρέκο, Πέγεια, Στράκκα, Τέρρα, Φάλια, Φοντάνα Αμορόζα, Φουντζί και πιθανώς ο Κόρνος. • Από μοναχικά τάγματα: Αρόδες, Κάρμι, Σπιτάλι, Τέμπλος, Φρέναρος. • Φραγκοελληνικές ονομασίες: Δελίκηπος, Καζάφανι, Κρήτου Τέρρα, Κρήτου Μαρόττου, Λάρα, Λέμπα, Λετύμπου, Σανταλάρης.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0