27 AΓΡΟΤΗΣ 2024 / TEΥΧΟΣ 491 ΓΕΩΡΓIΑ αλλά και σε όλα τα άλλα κράτη μέλη. Η βαθμονόμηση της ανθεκτικότητας στους ΚΝΠ γίνεται σε κλίμακα 1-9, όπου το 9 αποτελεί τον μεγαλύτερο βαθμό ανθεκτικότητας και το 1 τον χαμηλότερο βαθμό. Ο βαθμός ανθεκτικότητας βασίζεται στον υπολογισμό του πληθυσμού των ΚΝΠ μετά τη φύτευση μιας ποικιλίας πατάτας σε σχέση με τον αρχικό πληθυσμό των ΚΝΠ στο χωράφι. Επίσης, προσδιορίζεται ποια είδη ΚΝΠ αφορά η ανθεκτικότητα αλλά και ποιους παθότυπους, δηλαδή οι Globodera rostochiensis Ro1-5 και Globodera pallida Pa1, Pa2/3. Η βαθμονόμηση των ποικιλιών πατάτας σε ό,τι αφορά την ανθεκτικότητα στους ΚΝΠ αξιολογεί τη δυνατότητά τους να παρεμποδίζουν ουσιαστικά τη δημιουργία κυστών από τους ΚΝΠ και, κατά συνέπεια, τη μερική ως πλήρη παρεμπόδιση στην παραγωγή απογόνων, που οδηγεί στη μείωση του μολύσματος των ΚΝΠ στα μολυσμένα αγροτεμάχια. Η ανεκτικότητα των ποικιλιών πατατών αφορά τη δυνατότητά τους να αποδίδουν ικανοποιητική παραγωγή σε μολυσμένα αγροτεμάχια όπου δεν εφαρμόζονται επεμβάσεις με νηματωδοκτόνα. Η ανεκτικότητα συνήθως δεν έχει σχέση με την ανθεκτικότητα μιας ποικιλίας. Ο διαχωρισμός αυτός πρέπει να γίνεται σαφής προς τους παραγωγούς, έτσι ώστε να προλαμβάνουν πιθανές απώλειες στην παραγωγή όταν φυτεύουν ανθεκτικές ποικιλίες σε μολυσμένα αγροτεμάχια. Πολλές ποικιλίες πατατών σήμερα έχουν κάποιο βαθμό ανθεκτικότητας στους ΚΝΠ, η οποία περιορίζεται όμως κυρίως σε όλους ή σε κάποιους μόνο παθοτύπους του G. rostochiensis Ro1-5. Τι συμβαίνει όμως με τη φύτευση ποικιλιών με ψηλή ανθεκτικότητα, για παράδειγμα στο είδος G. Rostochiensis, σε μολυσμένα αγροτεμάχια στα οποία έχει διαπιστωθεί η ταυτόχρονη παρουσία και του G. rostochiensis αλλά και του G. pallida με τους αντίστοιχούς τους παθοτύπους; Στις περιπτώσεις αυτές θα περιορίζεται το είδος του G. rostochiensis, ενώ το είδος του G. pallida θα συνεχίζει να αναπτύσσει πληθυσμούς, με αποτέλεσμα το πρόβλημα με τους κυστονηματώδεις στο συγκεκριμένο αγροτεμάχιο ενδεχομένως να χειροτερεύει, καθώς το G. pallida θεωρείται ως πιο επιζήμιο είδος. Σε αγροτεμάχια τα οποία έχουν εντοπιστεί ΚΝΠ αλλά δεν έχει προσδιοριστεί αν υπάρχει μόλυσμα από το είδος του Globodera rostochiensis, είτε του Globodera pallida, είτε και των δύο ειδών μαζί, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ανθεκτικές ποικιλίες πατατών με ψηλή ανθεκτικότητα ίση ή μεγαλύτερη του 6 και για τα δύο είδη των ΚΝΠ. Παρακολούθηση και αξιολόγηση φυτειών με ανθεκτικές ποικιλίες πατάτας στους ΚΝΠ Το Τμήμα Γεωργίας έχει προβεί, σε συνεργασία με το ΤΕΠΑΚ, σε επίσημο δοκιμαστικό αξιολόγησης νέων ανθεκτικών ποικιλιών στους ΚΝΠ σε πατατοφυτείες ανοιξιάτικης εσοδείας 2022. Η αποτελεσματικότητα των ποικιλιών αυτών αξιολογήθηκε θετικά σε ό,τι αφορά τον περιορισμό του πληθυσμού των ΚΝΠ σε μολυσμένα αγροτεμάχια, καθώς επίσης και στην απόδοση, τα ποιοτικά και τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά των ποικιλιών αυτών. Η καλλιέργεια του dragon fruit (πιτάγια) Αντώνης Γεωργίου Λειτουργός Γεωργίας Τμήμα Γεωργίας Η πιτάγια, ή αλλιώς dragon fruit ή καρδιά του δράκου, είναι αναρριχώμενο κακτοειδές φυτό, προερχόμενο από τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Αμερικής, του Μεξικού, της Κολομβίας και των Δυτικών Ινδιών. Πιστεύεται ότι οι πρώτοι που το χρησιμοποίησαν ήταν Αζτέκοι, περίπου τον 13ον αιώνα. Καλλιεργείται για τους εδώδιμους καρπούς της που καταναλώνονται κυρίως φρέσκοι, ή χρησιμοποιούνται για παρασκευή χυμών, ποτών και παγωτών. Στην Κύπρο υπάρχουν ελάχιστες συστηματικές και επαγγελματικές φυτείες πιτάγια, σε αντίθεση με τις ασιατικές χώρες και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου καλλιεργείται ευρέως. Βοτανικά χαρακτηριστικά-καρποφορία Η πιτάγια, ή αλλιώς dragon fruit ή καρδιά του δράκου, είναι αναρριχώμενο κακτοειδές φυτό, προερχόμενο από τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Αμερικής, του Μεξικού, της Κολομβίας και των Δυτικών Ινδιών. Πιστεύεται ότι οι πρώτοι που το χρησιμοποίησαν ήταν Αζτέκοι, περίπου τον 13ον αιώνα. Καλλιεργείται για τους εδώδιμους καρπούς της που καταναλώνονται κυρίως φρέσκοι, ή χρησιμοποιούνται για παρασκευή χυμών, ποτών και παγωτών. Στην Κύπρο υπάρχουν ελάχιστες συστηματικές και επαγγελματικές φυτείες πιτάγια, σε αντίθεση με τις ασιατικές χώρες και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου καλλιεργείται ευρέως. Βοτανικά χαρακτηριστικά-καρποφορία Η πιτάγια ανήκει στην οικογένεια των κακτοειδών (Cactaceae) και στο γένος Hylocereus. Είναι πολυετές αναρριχώμενο παχύφυτο και οι περισσότερές του ποικιλίες δεν φέρουν αγκάθια. Εξαίρεση αποτελεί η ποικιλία κόκκινης φλούδας και λευκής σάρκας, η οποία φέρει αγκάθια. Η ερυθρόσαρκη ποικιλία με κόκκινη φλούδα είναι συνήθως πιο παραγωγική και με καρπούς πιο ποιοτικούς, μεγαλύτερου μεγέθους και με περισσότερο χυμό σε σχέση με τις λευκόσαρκες. Από αριστερά προς τα δεξιά: Καρπός κόκκινης λευκόσαρκης, κίτρινης λευκόσαρκης και κόκκινης ερυθρόσαρκης ποικιλίας (διαφορά μεγέθους). Η άνθηση του φυτού dragon fruit αρχίζει από το τέλος της άνοιξης, εντατικοποιείται το καλοκαίρι, κυρίως τον Ιούλιο, και συνεχίζεται κατά κύματα μέχρι και το φθινόπωρο. Τα άνθη φέρονται στους βλαστούς του παρελθόντος έτους και κάθε άνθος ζει μόνο για μια νύκτα. Καρποφορεί κυρίως στην επάκρια βλάστηση, αλλά μπορεί να δώσει καρπό σε κάθε οφθαλμό των ώριμων βλαστών του. Ο καρπός ωριμάζει σε πέντε με επτά (5-7) εβδομάδες μετά την άνθηση και είναι έτοιμος για συγκομιδή σε 30 ημέρες περίπου μετά την εμφάνισή του. Μετά την ηλικία των δύο (2) ετών, το φυτό καρποδένει συνεχώς, παράγοντας καρπούς μέχρι το φθινόπωρο. Το φυτό μπορεί να δώσει συγκομιδή μέχρι και έξι φορές σε μια καλλιεργητική περίοδο.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==