Αγρότης, τεύχος 489

32 AΓΡΟΤΗΣ 2023 / TEΥΧΟΣ 489 ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Υδατοκαλλιέργεια στην Κύπρο Κωνσταντίνος Μουστάκας Λειτουργός Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών Η υδατοκαλλιέργεια αποτελεί δραστηριότητα στηριζόμενη στην προηγμένη έρευνα και βιοτεχνολογία. Μπορεί να εφαρμοστεί σε πληθώρα υδρόβιων οργανισμών, για παράδειγμα μαλάκια όπως στρείδια και μύδια, καρκινοειδή όπως γαρίδες και αστακοί, φύκια, είδη ιχθύων θαλάσσιου και γλυκού νερού κ.ά. Αποτελεί, επίσης, μια πολύ σημαντική δραστηριότητα του ευρύτερου αγροτοδιατροφικού τομέα, αφού αντιπροσωπεύει τόσο σε ποσότητα όσο και σε αξία το 80% της συνολικής εθνικής μας αλιευτικής παραγωγής, ενώ είναι το τρίτο πιο σημαντικό εξαγωγικό προϊόν σε αξία από τον ευρύτερο τομέα της γεωργικής πρωτογενούς παραγωγής. Για αυτούς τους λόγους συμβάλλει σημαντικά στη μείωση του αλιευτικού ελλείμματος και, κατ’ επέκταση, στη μείωση του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, στη δημιουργία θέσεων εργασίας και την απασχόληση ειδικού επιστημονικού προσωπικού, στην κοινωνικοοικονομική συνοχή απομακρυσμένων περιοχών και στην προσφορά ενός διατροφικού προϊόντος οικονομικά προσιτού, με υψηλή θρεπτική αξία. Ιστορική αναδρομή Η υδατοκαλλιέργεια στην Κύπρο ξεκίνησε το 1969, με βασική δραστηριότητα την καλλιέργεια πέστροφας στα βουνά του Τροόδους. Αρχικά δημιουργήθηκε ο ερευνητικός σταθμός υδατοκαλλιέργειας γλυκών υδάτων στο χωριό Καλοπαναγιώτης, όπου γίνονταν μελέτες σχετικά με την καλλιέργεια πέστροφας. Τρία χρόνια αργότερα ιδρύθηκε και άρχισε να λειτουργεί ο πρώτος ιδιωτικός σταθμός παραγωγής πέστροφας για εμπορικούς σκοπούς. Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας έγινε από το Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών (ΤΑΘΕ) το 1972 στο χωριό Γαστριά, περίπου 15 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης της Αμμοχώστου. Το 1974, μετά την τουρκική εισβολή, ο σταθμός εγκαταλείφθηκε. Η ερευνητική εργασία συνεχίστηκε από το 1978-1989, στο λιμανάκι της Πάφου. Το 1989 το ΤΑΘΕ δημιούργησε τον Ερευνητικό Σταθμό Θαλάσσιας Υδατοκαλλιέργειας στο χωριό Μενεού στη Λάρνακα. Η ερευνητική δραστηριότητα μεταφέρθηκε εκεί, όπου συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις. Το πρώτο ιδιωτικό εκκολαπτήριο εμπορικής κλίμακας λειτούργησε το 1986, παράγοντας τσιπούρα και λαβράκι. Η πρώτη ιδιωτική μονάδα πάχυνσης τσιπούρας και λαβρακιού λειτούργησε το 1988 με εκτροφή σε χερσαίες δεξαμενές κοντά στην ακτή. Το 1989 ιδρύθηκε η πρώτη ιδιωτική μονάδα θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας εμπορικής κλίμακας σε κλουβιά ανοικτής θαλάσσης. Θαλάσσια υδατοκαλλιέργεια Με την πάροδο των ετών στην παράκτια ζώνη αναπτύχθηκαν μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας στηριζόμενες στη μέθοδο πάχυνσης ιχθύων, κυρίως τσιπούρας και λαβρακιού, σε κλωβούς ανοικτής θαλάσσης. Η μέθοδος αυτή αποτελεί τη φιλικότερη προς το περιβάλλον μέθοδο ιχθυοκαλλιέργειας και θεωρείται βασικό συστατικό για την περαιτέρω ανάπτυξη της κυπριακής θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας. Η χωροθέτηση των μονάδων γίνεται με γνώμονα την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και για τον λόγο αυτό βρίσκονται σε απόσταση 1-4 χιλιομέτρων από την ξηρά, σε βάθος νερού 20-70 μέτρων, ενώ η ελάχιστη μεταξύ τους απόσταση είναι περί τα 1,5 χιλιόμετρα. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά εξασφαλίζουν τον φιλικό περιβαλλοντικό χαρακτήρα της δραστηριότητας αλλά και τη φιλική σύμπραξη με τις υπόλοιπες οικονομικές δραστηριότητες της παράκτιας ζώνης όπως ο τουρισμός, η αλιεία κ.λπ. Σήμερα, στην Κύπρο, δραστηριοποιούνται εννιά μονάδες πάχυνσης σε κλωβούς ανοικτής θαλάσσης για τα είδη ιχθύων τσιπούρα (Sparus aurata), λαβράκι (Dicentrarchus labrax) και κρανιό (Argyrosomus regius). Το 2020 η συνολική παραγωγή θαλάσσιων ψαριών έφτασε τους 7291 τόνους, αξίας 36,5 εκατομμυρίων ευρώ, με τα σημαντικότερα είδη να είναι η τσιπούρα και το λαβράκι με 4.367 τόνους και 2.924 τόνους παραγωγή αντίστοιχα. Η πλειονότητα της παραγωγής επιτραπέζιου μεγέθους ψαριού της θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας προορίζεται. Το 2020 το 64% της παραγωγής εξήχθη κυρίως σε τρίτες χώρες αλλά και σε χώρες της ΕΕ.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0