Αγρότης, τεύχος 488

AΓΡΟΤΗΣ 2023 / TEΥΧΟΣ 488 70 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ Η Κύπρος καλλιεργούσε βαμβάκι Χρυστάλλα Κωνσταντίνου Ανώτερη Λειτουργός Γεωργίας Τμήμα Γεωργίας Για το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας και για το επόμενο, αφήνουμε για λίγο τη σκιαγράφηση των ανθρώπων της υπαίθρου στις αρχές του 20ου αιώνα για να ασχοληθούμε με την καλλιέργεια του βαμβακιού και τη λειτουργία νηματουργείων βάμβακος στην Κύπρο κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας. Σε επίπεδο αριθμών τη δεκαετία του 1920 η καλλιεργούμενη έκταση βαμβακιού ήταν μόλις 411 εκτάρια, ενώ το 1930 έφτασε τα 7432 εκτάρια. Μετά το 1940 ξεκίνησε η φθίνουσα πορεία του βαμβακιού και η καλλιεργούμενη έκταση ήταν 2587 εκτάρια (Blue Book, 1946). Παρόλο που βαμβάκι συναντούσε κανείς σε όλες τις περιοχές της Κύπρου εντούτοις η επαρχία Αμμοχώστου καλλιεργούσε τουλάχιστον το ½ των καλλιεργούμενων συνολικών εκτάσεων. Παρά τις συντονισμένες ενέργειες το βαμβάκι δεν κατάφερε να επανέλθει στη σημαντική θέση που κατείχε τους προηγούμενους αιώνες. Tροχοπέδη στην ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας αποτέλεσε κυριότερα το ζήτημα της καθαρότητας του σπόρου. Η Αποικιακή Κυβέρνηση έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση της καθαρότητας του σπόρου με ενημερώσεις των γεωργών και με τη θέσπιση σχετικής νομοθεσίας, το 1937, έτσι ώστε να καλλιεργείται συγκεκριμένη ποικιλία σε συγκεκριμένες περιοχές προς αποφυγή προσμίξεων. Πέραν τούτου καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια ελέγχου των εκκοκκιστηρίων τα οποία αριθμητικά ήταν υπερβολικά πολλά και λειτουργούσαν χωρίς προδιαγραφές και έλεγχο. Η αποικιακή κυβέρνηση έκανε τα μέγιστα για τη μείωση του αριθμού εκκοκκιστηρίων αλλά και τη θέσπιση κανόνων για την εξασφάλιση σχετικής άδειας λειτουργίας τους, ώστε να διατηρεί τον έλεγχο. Το θέμα της εξεύρεσης των κατάλληλων ποικιλιών για τις κυπριακές εδαφοκλιματολογικές συνθήκες με υψηλή απόδοση και ικανοποιητικό στέλεχος για τη μεταποίηση ήταν επίσης ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, το οποίο μέχρι το τέλος εποχής της καλλιέργειας δεν επιλύθηκε ουσιαστικά. Σε επίπεδο βιοτεχνίας/ βιομηχανίας από τις αρχές του 1900 λειτουργούσε στην Αμμόχωστο ένα ιδιωτικό νηματουργείο ενώ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κρίθηκε αδήριτη ανάγκη η ανέγερση κυβερνητικού νηματουργείου στη Λευκωσία για κάλυψη των αναγκών του νησιού υπό τον φόβο της καταστροφής που έπληξε τη Βρετανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την έλλειψη αγαθών πρώτης ανάγκης. Περισσότερα για τα νηματουργεία βάμβακος στο επόμενο τεύχος. 1 Η Βρετανική Ένωση Βαμβακοκαλλιέργειας (British Cotton Growing Association - BCGA), οργανισμός που δημιουργήθηκε το 1902 από διάφορους φορείς συνδεδεμένους με τη βιομηχανία βάμβακος στο Λανκασάιρ (Lancashire) και είχε ως στόχο να μειώσει την εξάρτηση της βιομηχανίας αυτής από την προμήθεια ακατέργαστου βαμβακιού από τις Ηνωμένες Πολιτείες, προωθώντας την ανάπτυξη της καλλιέργειας στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Διαχρονικά η καλλιέργεια και η επεξεργασία βαμβακιού ήταν πολύ σημαντική για την Κύπρο. Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας απετέλεσε ένα από τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα και δίκαια χαρακτηριζόταν από τους Κύπριους της εποχής ως το «ξύλο του χρυσαφιού» για τη σχετική ευκολία στην παραγωγή και την υψηλή οικονομική αξία του. Τα χειροποίητα υφαντά βαμβακερά υφάσματα ήταν περιζήτητα στην Εγγύς Ανατολή και η αγορά βαμβακιού στην Κύπρο γνώρισε τις μεγαλύτερες δόξες της τον 17ο και 18ο αιώνα. Παρόλα αυτά, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η καλλιέργεια βαμβακιού συρρικνώθηκε, κυρίως, λόγω της φορολογίας που επιβλήθηκε. Με την κάθοδο των Βρεττανών στο νησί καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος των παραγωγών για το βαμβάκι. Αρχικά, λίγο πριν την εκπνοή του 19ου αιώνα, οι τιμές του βαμβακιού ήταν ιδιαίτερα χαμηλές και οι παραγωγοί έχασαν το ενδιαφέρον τους για την καλλιέργεια που κατά τους προηγούμενους αιώνες απετέλεσε σημαντική πηγή εσόδων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας του προϊόντος. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο πρώτος διευθυντής του Γεωργικού Τμήματος Παναγιώτης Γεννάδιος έβαλε τον ακρογωνιαίο λίθο για την επαναφορά του βαμβακιού ως σημαντικό προϊόν. Πιο συγκεκριμένα, δόθηκαν οικονομικά κίνητρα στους παραγωγούς ώστε βελτιώσουν την ποιότητα του προϊόντος τους. Επίσης, το Γεωργικό Συμβούλιο κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την επέκταση της καλλιέργειας του βαμβακιού, προσφέροντας δωρεάν γη στην περιοχή της Μεσαορίας σε γεωργούς. Το μέτρο αυτό όμως δεν σημείωσε επιτυχία. Ταυτόχρονα, η βρετανική ένωση βαμβακοκαλλιέργειας (British Cotton Grower’s Association- BCGA)1 επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην παραγωγή βαμβακιού στην Κύπρο και δήλωσε την πρόθεσή της να προσφέρει κάθε βοήθεια στην ανάπτυξη αυτής της βιομηχανίας. Ενδεικτικό της συντονισμένης προσπάθειας της αποικιακής κυβέρνησης ήταν η ιδιαίτερη αναφορά στο κυπριακό βαμβάκι από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ ως Γραμματέα Αποικιών (υπό τη διοίκηση του Λόιντ Τζορτζ) κατά την επίσκεψή του στο νησί, το 1907. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πραγμάτευση του Παναγιώτη Γεννάδιου για την προέλευση της ονομασίας του ανατολικού διαμερίσματος της Κύπρου, της Καρπασίας, από το βαμβάκι και τα βαμβακερά υφάσματα. Ο Γεννάδιος θεωρούσε πιθανόν η περιοχή της Κύπρου Καρπασία να πήρε το όνομά της από το βαμβάκι και τα βαμβακερά υφάσματα εφόσον, όπως έγραψε, «Κάρπασος» σήμαινε λεπτό βαμβακερό ύφασμα, στην Παλαιά Γραφή στα Εβραϊκά, Karpas.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0