Αγρότης, τεύχος 487

37 AΓΡΟΤΗΣ 2023 / TEΥΧΟΣ 487 ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Σπάνια φυτά της Κύπρου που ανθίζουν την άνοιξη Κωνσταντίνος Ιωσήφ Δασικός Λειτουργός Τμήμα Δασών Η Κύπρος, παρά το μικρό της μέγεθος, φιλοξενεί 1649 ιθαγενή είδη και υποείδη, από τα οποία ένας σημαντικός αριθμός είναι ενδημικά, δηλαδή φυτά που περιορίζονται αποκλειστικά στο νησί μας. Συγκεκριμένα, έχουν καταγραφεί μέχρι τώρα 143 φυτικά είδη ως ενδημικά, ενώ πολλά από αυτά είναι σπάνια ή απειλούμενα με εξαφάνιση. Αυτό οφείλεται στη γεωγραφική θέση της Κύπρου και στο νησιώτικό της χαρακτήρα αφού βρίσκεται στη ζώνη επαφής τριών ηπείρων όπου τα είδη εξελίσσονται λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης. Επιπλέον, λόγω της γεωλογίας και γεωμορφολογίας της Κύπρου, δημιουργείται μεγάλη ποικιλία περιβαλλόντων και διαφορετικών κλιματικών συνθηκών. Τέλος, σημαντική επίδραση έχει και ο ανθρώπινο παράγοντας. Τα σπάνια και απειλούμενα είδη αποτελούν μία ιδιαίτερη κατηγορία φυτών, τα οποία είτε λόγω του μικρού πληθυσμού τους, είτε λόγω των απειλών και πιέσεων που ασκούνται σε αυτά, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Απαραίτητη είναι η λήψη κατάλληλων μέτρων για την αποτελεσματική προστασία και διατήρησή τους. Την άνοιξη η κυπριακή φύση βρίσκεται σε πλήρη άνθιση, με άφθονο πράσινο και πολύχρωμα αγριολούλουδα, αφού τα περισσότερα φυτά, σπάνια ή κοινά, ανθοφορούν κατά την εποχή αυτή. Κάποια από τα σπάνια φυτά του νησιού μας που συναντώνται σε μία βόλτα στην ύπαιθρο την άνοιξη είναι: ο Αστράγαλος των Λευκάρων, η Κενταύρεια του Ακάμα, η Ονόσμα του Τροόδους, ο Κυπριακός Κρόκος, διάφορα είδη ορχεοειδών αλλά και οι τουλίπες που είναι ιδιαίτερα αγαπημένα φυτά, με πολλούς θαυμαστές και λάτρεις σε όλο τον κόσμο. Ο Αστράγαλος των Λευκάρων (Astragalus macrocarpus subsp. lefkarensis), ανήκει στο γένος Astragalus η ονομασία του οποίου προέρχεται από ελληνική λέξη «αστράγαλος», λόγω της ομοιότητας του σχήματος των σπόρων του με το ανθρώπινο οστό του αστραγάλου. Το επίθετο macrocarpus του είδους αναφέρεται στο μεγάλο μέγεθος του καρπού του φυτού. Το επίθετο lefkarensis δόθηκε στο είδος γιατί πρωτοεντοπίστηκε στην περιοχή των Λευκάρων. Πρόκειται για όρθια πολυετή πόα, ύψους 50-100 cm, με βλαστούς που φέρουν πυκνό, μακρύ, αργυρό τρίχωμα. Τα φύλλα είναι πτερωτά, στη βάση σχετικά μικρά ενώ τα ανώτερα είναι μεγαλύτερα. Οι ταξιανθίες είναι πυκνές, βοτρυοειδείς, με 3-9 κίτρινα άνθη. Ο καρπός είναι χέδρωπας, διογκωμένος με οξύ ευθύ ράμφος, με φελλώδες ή σπογγώδες βαθυκόκκινο περικάρπιο. Το υποείδος αυτό είναι ενδημικό της Κύπρου και απαντά σε 7 καταγεγραμμένες θέσεις. Ευδοκιμεί σε υποβαθμισμένους θαμνώνες και σε φρυγανώδη βλάστηση, κυρίως σε ασβεστολιθικά και πιο σπάνια σε ηφαιστιογενή υποστρώματα, σε υψόμετρο 75-700 m. Ανθοφορεί από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο και καρποφορεί από τον Μάιο μέχρι τον Ιούνιο. Αστράγαλος των Λευκάρων Η Κενταύρεια του Ακάμα (Centaurea akamantis), που όπως υποδηλώνει και το όνομα της, είναι ενδημικό είδος που περιορίζεται στην χερσόνησο του Ακάμα. Πρόκειται για ημίθαμνο, με κρεμάμενους ή ημιόρθιους βλαστούς, με πυκνό λευκό τρίχωμα. Τα φύλλα είναι κατ’ εναλλαγή, απλά, παχιά, τεφροπράσινα. Τα άνθη είναι κεφάλια και φέρονται σε βοτρυοειδή ή κορυμβοειδή ταξιανθία ή μονήρη, ενώ τα ανθίδια έχουν χρώμα πορφυρό έως ρόδινο. Το φυτό απαντά σε σχισμές σκιασμένων ασβεστολιθικών βράχων, σε υψόμετρο 70-100 m. Ανθοφορεί από τον Απρίλιο μέχρι τον Νοέμβριο και καρποφορεί από τον Ιούλιο μέχρι τον Δεκέμβριο. Κενταύρεια του Ακάμα Το είδος Ophrys kotschyi αποτελεί ενδημικό είδος της Κύπρου. Το όνομα του γένους Ophrys προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «Όφις» (φίδι), λόγω των ανθέων του που μοιάζουν με κεφάλι φιδιού. Το επίθετο «kotschyi», δόθηκε στο είδος προς τιμή του Αυστριακού βοτανολόγου Karl Georg Theodor Kotschy, ο οποίος το ανακάλυψε. Το γένος Ophrys είναι από τα πιο ενδιαφέροντα μεταξύ των ορχεοειδών. Είναι πολυετής, όρθια, εύρωστη πόα, ύψους 10-30 cm, με σφαιρικούς ή ωοειδείς κόνδυλους. Τα φύλλα είναι 3-6, ελλειπτικά έως λογχοειδή, τα περισσότερα σε ρόδακα. Η ταξιανθία φέρει με 3-10 άνθη, σε σπειροειδή διάταξη στην κορυφή του βλαστού. Κάθε άνθος αποτελείται από 3 σέπαλα, πράσινα ή ελαφρώς ρόδινα και 3 πέταλα, τα δύο εκ των οποίων βρίσκονται πλευρικά και ελαιοπράσινα, με κοκκινωπή απόχρωση. Το γλωσσάριο είναι ελλειπτικό έως στενά ωοειδές, μήκους 12-15 mm, με χρώμα σκοτεινοπορφυρό, καστανό ή βαθύ πορφυροϊδές και υφή βελούδινη. Απαντά σε υγρές και σκιερές θέσεις, σε φρυγανότοπους, σε θαμνώνες, σε αραιά πευκοδάση και

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0