Λεύκιος Ζαφειρίου. Η μετέωρη θλίψη της ιστορίας

37 Μένω κάπου δύο ώρες στο σπίτι της κυρίας Παναγιώτας στο Λεονάρισσο. Μου αφηγείται τα περιστατικά του βίου της όλα αυτά τα πέτρινα χρόνια, πως φύραναν σιγά σιγά οι μαθητές κι έκλεισε το σχολείο, πως είδε την καταστροφή του ψηφιδωτού στην Παναγία της Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη, όταν πήγε με τη Σαλιμέ τη φίλη της για ν’ ανάψει ένα κερί, όπως πήγαινε συχνά και κρυφά για να μην την δουν. Η μάνα της, η κυρία Κούλα, σχεδόν δεν μιλά, μόνο όταν ακούει θόρυβο έξω στον δρόμο κάτι σιγομουρμουρίζει. Μου εξηγεί η κυρία Παναγιώτα: - Ο φόβος, είμαστε μόνες κι έτσι αντιδρά. Από φόβο. Κάθεται και μου λέει γιατί δεν έφυγε, μου εξηγεί το καθετί λεπτομερώς, για τον πατέρα της που δεν έφυγε απ’ το χωριό, περιμένοντας πως θα ’ρθουν καλύτερες μέρες, και πέθανε στο σπίτι του. - Να μείνουμε κόρη μου, να μεν χάσουμεν τέλεια τον τόπο μας. Θυμάται όταν είχαν μαζέψει τα γυναικόπαιδα για να τα εκτελέσουν. Ήρθε ένας Τουρκοκύπριος, ήταν δικαστής, μπήκε στη μέση και δεν τους άφησε. Με δυσκολία, γιατί λέγονταν διάφορα που δεν ήταν αλήθεια. Μια πρόφαση έψαχναν για να τους ξεκάνουν. - Έχει πεθάνει εδώ και μερικά χρόνια, ερχόταν και μας μας έβλεπε. Η θλίψη είναι βαθιά χαραγμένη στο πρόσωπό της. - Είναι ώρες που νιώθω να πνίγομαι. Τι έκαμα εγώ που έμεινα; Όλα πήγαν χαμένα. Έχει σκύψει το κεφάλι της, ύστερα το ανασηκώνει πολύ αργά και ψιθυρίζει: - Έκαμά το για τον τόπο μου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==