66 __ 67 ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ: ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΟΜΒΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΘΟΚ «Ἀλλ’ ἐγὼ εἶμαι Σαμία / καὶ στὸν κόσμο οὐδεμία θα ὑπάρξει ἐμοῦ ὁμοία / καὶ ἑταίρα καὶ τιμία». (Μενάνδρου Σαμία, μτφρ. Γ. Βαρβέρη) Η ιδιοφυής και καινοτόμος ιδέα του Εύη Γαβριηλίδη να μεταφέρει τον δραματικό χωροχρόνο της Σαμίας του Μενάνδρου στην Αθήνα των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα μετουσιώθηκε σε ένα λαμπρό καλλιτεχνικό δημιούργημα με την ξεχωριστή αρωγή της έμμετρης πνευματώδους καθαρεύουσας του Γιάννη Βαρβέρη, των φινετσάτων κοστουμιών του Γιώργου Ζιάκα και της χαριτωμένης και ευρηματικής μουσικής και χορο- γραφίας των Μιχάλη Χριστοδουλίδη και Ισίδωρου Σιδέρη αντί- στοιχα. Το έργο συγκίνησε μέσω μιας «τρυφερής νοσταλγίας για έναν κόσμο από τον οποίο έχει απομείνει μονάχα ένα υπέροχο άρωμα» (Εύης Γαβριηλίδης). Η άρτια παράσταση απέπνεε μια ξεχωριστή ζωηράδα, που εμπο- τιζόταν από τα χαριτωμένα χοροπηδητά του Χορού και τη δε- ξιοτεχνική ενσωμάτωση σημαινόντων αντικειμένων στην κινησιολογία του (π.χ. μπιμπερό, κούκλες-μωρά, καροτσάκια), αλλά και από τα φιλοπαίγμονα και ενίοτε πονηρά χορικά του, που ακτινοβολούσαν ένα αίσθημα χάρης και ευφορίας και προσέδιδαν στον Χορό οργανικό ρόλο στο έργο — κάτι το οποίο δεν συ- νέβαινε στα έργα της Νέας Κωμωδίας. Η ευτυχής σύλληψη να προστεθούν εμβόλιμα χορικά και πρόλογος, κατά τον οποίο οι πρωταγωνιστές παρουσιάζουν τους χαρακτήρες τους και ενη- μερώνουν το κοινό για την πλοκή του έργου με τραγούδι και πρόζα, προσέδωσε ζωντάνια, γοητεία και αρκετό γέλιο στην παράσταση, κάνοντας τη μενάνδρεια κωμωδία πιο προσβάσιμη στο κοινό. Τα προσεγμένα κοστούμια, το σκηνικό και η γεμάτη χάρη και φι- νέτσα κινησιολογία των ηθοποιών παρέπεμπαν μέσω της διαπα- ραστατικότητάς τους στην κωμωδία ηθών, το κωμειδύλλιο και το γαλλικό βοντβίλ. Οι ερμηνείες των ηθοποιών κατάφεραν να αποτυπώσουν με ενάργεια τα βασικά χαρακτηριστικά των αρι- στοτεχνικά σμιλευμένων τυπικών χαρακτήρων του Μενάνδρου: τον αυστηρό και κοτσονάτο Δημέα του Κώστα Δημητρίου, τον περίεργο και πονηρό δούλο Παρμένωνα του Σπύρου Σταυρινίδη, τον αφελή και άτολμο ερωτευμένο Μοσχίωνα του Αλκίνοου Ιωαν2.4 ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ ΣΑΜΙΑ (ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΕΥΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, 1 1993, 2013) Κυριακή Α. Ιωαννίδου νίδη, την ντροπαλή Πλαγγόνα της Ερμίνας Κυριαζή, τον φλύαρο, καυχησιάρη και — στη σκηνοθετική ανάγνωση του Γαβριηλίδη — θηλυπρεπή μάγειρο του Σταύρου Λούρα, την «εταίρα αλλά κυρία» Χρυσίδα της Αννίτας Σαντοριναίου. Η παράσταση εντυπωσιάζει κοινό και κριτικούς και περιλαμβάνεται μεταξύ των τριάντα καλύτερων παραστάσεων στη διάρκεια της πενηντάχρονης ιστορίας του Φεστιβάλ Επιδαύρου, μαζί με τις Ικέτιδες του Νίκου Χαραλάμπους (Βασίλης Αγγελικόπουλος, Η Καθημερινή, 2005). Όπως ήταν αναμενόμενο, η παράσταση επαναλαμβάνεται το 1994 στο θέατρο του Λυκαβηττού, με τους ίδιους σχεδόν συντελεστές, ενώ επιστρέφει θριαμβευτικά το 2012, για να εγκαινιάσει το νέο κτίριο του ΘΟΚ κατά τη χειμερινή πε- ρίοδο 2012–2013. Το 2013 συμμετέχει ξανά στο Φεστιβάλ Επιδαύ- ρου έπειτα από τέσσερα χρόνια απουσίας του ΘΟΚ από τον θεσμό. Η παράσταση, η οποία ανεβαίνει είκοσι χρόνια μετά την πρώτη της παρουσία στο αργολικό θέατρο, με τους ίδιους σχεδόν συ- ντελεστές, ενθουσιάζει με την ίδια ένταση το κοινό, καθότι «το “άρωμά” της όχι μόνο δεν είχε χαθεί, αλλά έφερε, συν τοις άλλοις, μια νοσταλγία, μια ποιότητα, ένα ήθος, που δύσκολα βρίσκει το κοινό στις μέρες μας». 12 Η Σαμία εδραιώνεται και επισήμως στη συλλογική συνείδηση του θεατρικού κοινού ως κλασική παράσταση στην ιστορία αναβίω- σης της Νέας Κωμωδίας όχι μόνο στο θεατρικό γίγνεσθαι της Κύπρου και της Ελλάδας, αλλά και του εξωτερικού. Και το γεγονός αυτό οφείλεται στη σκηνοθετική ευφυΐα του Εύη Γαβριηλίδη, τη μεταφραστική δεινότητα του Γιάννη Βαρβέρη και τη στήριξη του πιστού τους μενάνδρειου συνοδοιπόρου, του ΘΟΚ. Θα υπάρξει άραγε ξανά παρουσίαση μενάνδρειας παράστασης που να είναι «αυτής ομοία και εταίρα και τιμία;» 2. Αντ. Καράλη, εφ. Έθνος, 23 Ιουλίου 2013. 1. ΣτΕ: Για τη Σαμία του Γαβριηλίδη βλ. περισσότερα στα άρθρα της Καίτης Διαμαντάκου-Αγάθου και της Σταυρούλας Κυρίτση στον τόμο Το αρχαίο θέατρο και η Κύπρος: Πρακτικά συμποσίου, επιμ. A. Χ. Κωνσταντίνου και Ι. Χατζηκωστή, Λευκωσία: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου 2013, σσ. 75–94 και 95–119 αντίστοιχα.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==