Η έννοια της «μεγάλης παράστασης» είναι σαφώς υποκειμενική· όμως, αν και θα μπορούσε κανείς εδώ να απομονώσει πολύ πε- ρισσότερες παραγωγές από τις σχεδόν πεντακόσιες που ανέβασε ο Οργανισμός στην πορεία του (τα πλήρη στοιχεία του συνόλου των παραγωγών δίνονται, όπως είπαμε, σε ειδικό παράρτημα, ενώ σε όλες σχεδόν γίνεται αναφορά στα ειδικά κεφάλαια του Β´ Μέρους του βιβλίου), δύσκολα, πιστεύω, ο καλόπιστος ανα- γνώστης θα διαφωνούσε ως προς την ποιότητα και την ιστορική σημασία όσων επιλέγονται — παραστάσεων αλλιώτικου ύφους από διαφορετικές δεκαετίες, που κέρδισαν κοινό και κριτικούς, γεγονός που καταδεικνύει τη σταθερή ποιότητα στο καλλιτε- χνικό προϊόν του Οργανισμού. Η Ελλάδα Ευαγγέλου γράφει για την παράσταση που σημάδεψε τη γέννηση του ΘΟΚ και ταυτό- χρονα κατέδειξε τους αρχικούς καλλιτεχνικούς προσανατολι- σμούς του Οργανισμού, οι οποίοι όμως ανατράπηκαν από την Εισβολή, τον Αγαμέμνονα σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζίσκου (κεφ. 2.1). Η ίδια συγγραφέας (κεφ. 2.2) αναφέρεται στις ιστορικές πα- ραγωγές με τις οποίες ο ΘΟΚ ανταποκρίθηκε στα γεγονότα του 1974, επηρεάζοντας σε σημαντικό βαθμό την πρόσληψή τους από την ελλαδική και τη διεθνή κοινή γνώμη, τη Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της του Μπρεχτ (1977, σκην. Heinz-Uwe Haus) και τις ευριπίδειες Ικέτιδες (1978, σκην. Νίκου Χαραλάμπους). Στο κεφά - λαιο 2.3 η Ευαγγέλου επιστρέφει στον Μπρεχτ, στην ελληνό- γλωσση πρόσληψη του οποίου ο ΘΟΚ έπαιξε καίριο ρόλο, αναφερόμενη στον Καυκασιανό κύκλο με την κιμωλία (1975), την πρώτη συνεργασία του Οργανισμού με τον Haus. Η συναρπα- στική διαδρομή του ΘΟΚ στα Επιδαύρια, που είχε ξεκινήσει το 1978 με τις προαναφερθείσες Ικέτιδες, απέδωσε πολλούς γλυκύ- τατους καρπούς· λίγοι όμως ξεπέρασαν σε νοστιμιά και σημασία τη Σαμία του Εύη Γαβριηλίδη (1993, 2013), που αναγνωρίζεται καθολικά ως μία από τις σημαντικότερες, αν όχι η σημαντικότερη, καλλιτεχνικές αποκρίσεις στον Μένανδρο στη νεοελληνική σκηνή (κεφ. 2.4, Κυριακή Α. Ιωαννίδου). Τα τέσσερα κεφάλαια που υπο- γράφει ο Γιώργος Ροδοσθένους είναι μοιρασμένα αφενός στο αρχαίο δράμα, αφετέρου στο νεοελληνικό ρεπερτόριο. Οι Επτά επί Θήβας (2001) του Βαρνάβα Κυριαζή (κεφ. 2.5) υπήρξαν από τις πιο επιτυχημένες εμπορικά και καλλιτεχνικά παραστάσεις στα πενήντα χρόνια ιστορίας του ΘΟΚ, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, ενώ οι Πέρσες (2017) του Άρη Μπινιάρη (κεφ. 2.6) σηματοδότησαν την επάνοδο του ΘΟΚ στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, μετά την προσωρινή απόσυρση που προκάλεσε η οικονομική κρίση, και χαιρετίστηκαν ως μία από τις καλύτερες παραγωγές της περασμένης δεκαετίας πανελληνίως. Τα κεφά- λαια 2.7 και 2.8 εμφαίνουν τις επιδόσεις του ΘΟΚ στο απαιτητικό είδος της δραματοποίησης-θεατρικής διασκευής κορυφαίων έρ- γων της νεοελληνικής πεζογραφίας. Η καρποφόρα συνεργασία του σκηνοθέτη Τάκη Τζαμαργιά με τον Σάββα Κυριακίδη, νυν καλλιτεχνικό διευθυντή του ΘΟΚ, μετέφερε με συναρπαστικό τρόπο στο σανίδι πρώτα το Τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή (2014– 2015) και κατόπιν τον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου της Άλκης Ζέη, που παίχτηκε για δύο συνεχόμενες σεζόν, πράγμα που είχε συμβεί μόνο άλλη μία φορά μέχρι τότε στο κυπριακό θέατρο. Στα κεφάλαια 2.9–2.16 οι προβολείς πέφτουν σε κομβικές στιγμές που διαμόρφωσαν την ιστορική φυσιογνωμία του Οργανισμού ως φορέα καλλιτεχνικής δράσης και ως κρατικού θεσμού θεα- τρικής ανάπτυξης. Η έναρξη της λειτουργίας του Τομέα Θεατρικής Ανάπτυξης το 1988, έπειτα από πολιτικές διεργασίες που κράτη- σαν πέντε χρόνια (κεφ. 2.11, Ανδρέας Μιχαηλίδης), και τα εγκαίνια, επιτέλους, το 2013 του ιδιόκτητου κτιρίου του ΘΟΚ (κεφ. 2.12, Βαρ νάβας Κυριαζής) υπήρξαν πράξεις μοναδικής ιστορικής βαΕΙΣΑΓΩΓΗ
RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==