ΠΑΙΔΙΚΟ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1984 στο Δημοτικό Σχολείο του προσφυγικού συνοικισμού Κολοσσίου με το έργο του Πωλ Μαρ Κουτί, κουτί, κουτάκι, σε σκηνοθεσία Φαίδρου Στασίνου, που στη συνέχεια ταξίδεψε στις πόλεις και τις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου. Παρόμοια πορεία διέγραψαν και οι υπόλοι- πες παραστάσεις του κλιμακίου κατά τη θεατρική περίοδο 1984– 1985, με τα έργα Μια απροσδόκητη συνάντηση του Πάμπη Αναγιω - τού, Αίτηση για γάμο του Άντον Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Τάσου Αναστασίου, και Κυπριακά παραμύθια: Το θερκόν, Ο Πιττόρτος, σε σκηνοθεσία Μόνικας Βασιλείου, να ταξιδεύουν σε δημοτικά και γυμνάσια των επαρχιών Λεμεσού και Πάφου. Οι παραστάσεις γίνονταν αφορμή για δημιουργική αξιοποίηση του θεατρικού γεγονότος από τις σχολικές μονάδες, προωθώντας ταυτόχρονα τις πολιτιστικές και παιδαγωγικές στοχεύσεις του Υπουργείου Παιδείας. ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1990–2000): ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑΣ – ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ Η τρίτη περίοδος λειτουργίας της Παιδικής Σκηνής, στην τελευταία δεκαετία της χιλιετίας, χαρακτηρίζεται αφενός από την κυ- ριαρχία του κυπριακού ρεπερτορίου, καθώς από σύνολο δεκαέξι παραγωγών οι εννιά αντιστοιχούν σε θεατρικά έργα Κύπριων συγγραφέων, και αφετέρου από μια αξιοπρόσεκτη στροφή στη λαϊκή κυπριακή παράδοση. Στη βάση της πολιτικής του Οργανισμού για προώθηση της γνω- ριμίας των παιδιών με τη λαϊκή παράδοση, με εισήγηση του τότε διευθυντή Άντη Παρτζίλη δημιουργείται τον Ιούνιο του 1999 ανεξάρτητο κλιμάκιο Θεάτρου Σκιών («Καραγκιόζη»), το οποίο, πέρα από τις σταθερές παραστάσεις στη Νέα Σκηνή, θα ταξιδεύει για μαθητικές παραστάσεις σε δημοτικά σχολεία του νησιού. Στο πλαίσιο της πιο πάνω απόφασης, λειτουργεί η Σκηνή Θεάτρου Σκιών της Νέας Σκηνής ΘΟΚ, η οποία εμπλουτίζει το ρεπερτόριο της Παιδικής Σκηνής με παραστάσεις «Καραγκιόζη», αναβιώνοντας αυτή την υπό εξαφάνιση λαϊκή θεατρική πρακτική. H τρίτη περίοδος λειτουργίας της Παιδικής Σκηνής ξεκινά με το έργο των Μαρίας Πυλιώτου και Μαρίας Αβρααμίδου Της μικρής Τριανταφυλλένης στις 14 Οκτωβρίου 1990, σε σκηνοθεσία Τάσου Αναστασίου, το οποίο είχε αποσπάσει το Α΄ Βραβείο στον δια- γωνισμό συγγραφής παιδικού θεατρικού του ΘΟΚ. Ο διαγωνισμός συνεχίζει να υπηρετεί τους στόχους της προηγούμενης περιόδου για προώθηση, στήριξη και ανάδειξη της εγχώριας δρα- ματουργίας. Στο ίδιο πλαίσιο, ακολουθεί πλήθος παραστάσεων, όπως Ο Καραγκιόζης και Σις ο εξωγήινος της Νίτσας Θαλασσινού σε σκηνοθεσία Σβετλάνας Χαραλάμπους (1991), Το χρυσό βουνό της Λίτσας Μιτέλλα σε σκηνοθεσία Ανδρέα Μαραγκού (1992), Τα μαγικά σκουφιά, μονόπρακτο έργο των Ιωάννας Αργυρού και Κίκας Πουλχερίου σε σκηνοθεσία Βαρνάβα Κυριαζή (1992), και το έργο της Χρυστάλλας Κουλέρμου Και τα πουλιά στοιχηματίζουν σε σκηνοθεσία Ανδρέα Μελέκη (1999), το οποίο είναι βασισμένο στο παραμύθι Ο μύθος του Σπανού. Η θεματολογία αρχίζει να απομακρύνεται από τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία και τραγω- δία και να εστιάζει περισσότερο σε πανανθρώπινες και διαχρονικές αξίες, σε θέματα που απασχολούν γενικότερα τα παιδιά, καθώς και σε θέματα που αφορούν την οικολογία και προβλη- ματίζουν ως προς τη στάση των ανθρώπων απέναντι στο φυσικό περιβάλλον. Ως μέρος της γενικότερης στόχευσης της περιόδου για επαφή με την κυπριακή λαϊκή παράδοση μέσα από τη θεατρική αναπα- ράσταση λαϊκών κυπριακών παραμυθιών, ανεβαίνουν δύο εμβλη - ματικές παραστάσεις, με κεντρική τη συμβολή του Κύπριου χα- ράκτη Χαμπή Τσαγγάρη, αφού τόσο η σκηνογραφία όσο και τα ίδια τα κείμενα των παραστάσεων αντλούν από τα χαρακτικά του έργα και τον λαϊκό μύθο. Το έργο Ο Σπανός τζι’ οι σαράντα δράτζιοι ανεβαίνει τον Φεβρουάριο του 1997 σε διασκευή Δημή- τρη Ξύστρα και σκηνοθεσία Αλεξίας Παπαλαζάρου. Πρόκειται για λαϊκό μύθο ο οποίος γίνεται χαρακτικό και κατ᾽ επέκταση παραμύθι από τον Χαμπή Τσαγγάρη. Πέρα από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η δραματουργική επεξεργασία του έργου και ο ίδιος ο μύθος, που προσωποποιεί την κυπριακή ιστορία και φορτίζει τη μάχη του Σπανού με τους δράκους με νοήματα που αφο- ρούν τις διαχρονικές συγκρούσεις του νησιού με τους κατακτητές του, η καταληκτική νίκη του Σπανού μετατρέπει την παράσταση σε ένα μουσικοχορευτικό πανηγύρι όπου ο μύθος σμίγει με τη φαντασία και την κυπριακή λαϊκή παράδοση, προκαλώντας και προσκαλώντας τη συμμετοχή του παιδικού θεατρικού κοινού. Έναν χρόνο αργότερα, τον Ιανουάριο του 1998, παρουσιάζεται στην Παιδική Σκηνή ΘΟΚ το δεύτερο κυπριακό λαϊκό παραμύθι, Το βασιλόπουλο της Βενεδιάς, σε σκηνοθεσία Αλεξίας Παπαλαζάρου και διασκευή Κωστή Κολώτα, το οποίο επίσης αφηγείται μέσα από χαρακτικό του έργο ο Χαμπής Τσαγγάρης. Εάν υπάρχει ένα στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή, είναι η έμφαση στη θεατρική πολυαισθητηριακή εμπειρία των μικρών θεατών, προσκαλώντας τους να γνωρίσουν ποικίλα είδη θεάτρου. Στο πλαίσιο της στόχευσης αυτής, η Παιδική Σκηνή ΘΟΚ αναλαμβάνει να φέρει το παιδικό θεατρικό κοινό σε επαφή με νέες θεατρικές εμπειρίες, όπως το Θέατρο Σκιών και το Μαύρο Θέατρο.10 Έτσι ο ΘΟΚ δημιουργεί τη Σκηνή Θεάτρου Σκιών στο Θέατρο Νέας Σκηνής ΘΟΚ, με πρώτο στόχο να παράσχει στα παιδιά την ευκαιρία να ζήσουν την εμπειρία αυτής της παραδοσιακής θεατρικής τέχνης. Η πρώτη παράσταση δίνεται στις 2 Οκτωβρίου 1999 με το έργο του Μάρκου Ξάνθου Ο Καραγκιόζης και τα άγρια θηρία από τους νεαρούς Κύπριους καραγκιοζοπαίχτες Πάμπο και Στάλω Χαραλάμπους. Ακολουθεί στις 5 Φεβρουαρίου 2000 Ο Καραγκιόζης διαρρήκτης του σεραγιού από τον επαγγελματία Κύπριο καραγκιοζοπαίχτη Γιώργο Ιδαλία. Με μεγάλη επιτυχία — και καινοτομώντας για άλλη μία φορά — η Παιδική Σκηνή ΘΟΚ παρουσιάζει στις 10 Οκτωβρίου 1999 το έργο του Βαλέρυ Πετρώφ Το μαγικό μαργαριτάρι σε μετάφραση και διασκευή Yuri Stupel και Κυριάκου Αργυρόπουλου και σκη- νοθεσία Ανδρέα Μελέκη. Με την παράσταση αυτή, η τεχνική του Μαύρου Θεάτρου υιοθετείται για πρώτη φορά στην Κύπρο από επαγγελματική παιδική σκηνή. Η παράσταση σημειώνει ρεκόρ προσέλευσης, συγκεντρώνοντας πέραν των πενήντα χιλιάδων θεατών σε ενενήντα εννέα παραστάσεις. Φωτισμοί, κίνηση, ηθοποιοί και κούκλες, υπακούοντας στην αρχή «το μαύρο στο μαύρο δεν φαίνεται», ζωντανεύουν με φαντασμαγορικό τρόπο το πα- ραμύθι, δημιουργώντας μια σκηνική πανδαισία. 10. ΣτΕ: «Μαύρο Θέατρο» (black theatre, ή ακριβέστερα, black light theatre) ονομάζεται η θεατρική τεχνική η οποία στηρίζεται στην οπτική πλάνη που ονομάζεται «μαύρο δωμάτιο» ή «μαύρο κουτί», μια κατασκευή με εξωτερική επένδυση από λεπτό μαύρο ύφασμα, στο εσωτερικό της οποίας παίζουν οι ηθοποιοί, που με τη βοήθεια δεσμίδων υπεριώδους φωτός προβάλλουν σαν απόκοσμες φιγούρες.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==