ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ Γεωργίου (δύο), Χρίστος Ζάνος (δύο), Πάνος Ιωαννίδης (τέσσερα), Ρήνα Κατσελλή (τρία), Κώστας Μαννούρης (δύο), Γιώργος Νεο- φύτου (τρία), Μιχάλης Πασιαρδής (τρία) και Μιχάλης Πιτσιλλίδης (έξι). Χωρίς αμφιβολία, είναι γενικά παραδεκτό ότι οι συγγραφείς αυτοί συγκαταλέγονται στους πλέον καταξιωμένους δραματουρ- γούς μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Λουκής Ακρίτας ή η Ειρένα Ιωαννίδου-Αδαμίδου, που μόνο ένα θεατρικό τους κεί μενο ανέ- βηκε από τον ΘΟΚ, δεν είναι εξίσου αξιόλογοι. Ωστόσο, κι αν ακόμη περιορίσουμε την επισκόπησή μας στα θεα - τρικά έργα των έντεκα πιο πάνω συγγραφέων, θα διαπιστώσουμε ότι τα έργα τους, που είναι το ήμισυ του συνόλου των κυπριακών θεατρικών έργων που ανέβηκαν, δεν είχαν όλα προφανώς την ίδια σκηνική επιτυχία, ανεξάρτητα από την (αδιαμφισβήτητη άλλωστε) ποιότητά τους. Πάντως, φαίνεται ότι η ηθογραφία, παρά τις κατά καιρούς επιφυλάξεις της θεατρικής κριτικής, που τη θεωρούσε παρωχημένο είδος, είχε όλες αυτές τις δεκαετίες ευρεία αποδοχή από το θεατρόφιλο κοινό της Κύπρου και διαμόρφωνε ως έναν βαθμό τα αισθητικά του κριτήρια. Κατά δεύ- τερο λόγο, έργα που παρέπεμπαν, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είτε στους αγώνες για ελευθερία και αντίσταση στην Κατοχή είτε στην ευθύβολη κοινωνική κριτική έτυχαν κατά καιρούς ευ- ρείας αποδοχής από το κοινό. Με βάση, λοιπόν, τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, κατά την πρώτη δεκαετία της λειτουργίας του ΘΟΚ, από τα κυπριακά θεατρικά έργα που ανέβηκαν τη μεγαλύτερη σκηνική επιτυχία είχαν οι Όμηροι του Λουκή Ακρίτα (πρεμιέρα: 19/10/1973), με πε- νήντα παραστάσεις και 29.252 θεατές. Αξιοσημείωτη, επίσης, ήταν η επιτυχία των έργων του Μιχάλη Πασιαρδή Το νερόν του Δρόπη (2/3/1973) (τριάντα πέντε παραστάσεις / 15.131 θεατές) και Στα χώματα της Μεσαρκάς (17/2/1979) (τριάντα πέντε παραστάσεις / 16.038 θεατές), καθώς και των Αφεντάδων του Ανδρέα Φαντίδη (4/2/1978) (είκοσι εννέα παραστάσεις / 12.589 θεατές).12 Με το έργο Όμηροι, δημοσιευμένο στη Νέα Εστία το 1956 (τχ. 704, σσ. 1454–1458) ως τραγωδία (σε αυτό το είδος εντάσσει το έργο ο Λουκής Ακρίτας), ο συγγραφέας επιδιώκει, όπως υποστηρίζει ο Θεόδωρος Γραμματάς, «να συνδέσει δημιουργικά ιστορικά δε- δομένα από τη σύγχρονη εποχή του ελληνισμού με διαχρονικές αξίες και τρόπο γραφής που θυμίζει αρχαία τραγωδία».13 Θεωρούμε, λοιπόν, ότι σε αυτήν ακριβώς την ιδεολογική λειτουργία του συγκεκριμένου θεατρικού έργου οφείλεται η θερμή αποδοχή της οποίας έτυχε από το κοινό, χωρίς να παραγνωρίζεται η συμβολή του σκηνοθέτη Βλαδίμηρου Καυκαρίδη, όπως και όλων των συντελεστών της παράστασης.14 12. Βλ. Ν. Μαραγκού (επιμ.), Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου: Τα πρώτα δέκα χρόνια (1971–1981), Λευκωσία: ΘΟΚ 1982, σσ. 55–178. 13. Βλ. Θ. Γραμματάς, Το ελληνικό θέατρο στον 20ό αιώνα: Πολιτισμικά πρότυπα και πρωτοτυπία, Αθήνα: Εξάντας 2002, τόμ. Β´, σ. 79. Για το ίδιο θέμα βλ. Κ. Καρρά, «Λουκής Ακρίτας: Ένας Κύπριος γράφει θέατρο στην Αθήνα της Κατοχής και της Αντίστασης», στο Α. Χ. Κωνσταντίνου, Κ. Διαμαντάκου & Λ. Γαλάζης (επιμ.), Το θέατρο στη νεότερη και στη σύγχρονη Κύπρο: Πρακτικά Συνεδρίου, Αθήνα: Ηρόδοτος και Θεατρικό Μουσείο Κύπρου 2020, σσ. 113–122. 14. Στην ίδια άποψη συγκλίνει ο Γ. Κατσούρης, αναφέροντας ότι οι Όμηροι «ανέβηκαν από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου τον Οκτώβριο του 1973, σε μια εποχή που οι επικρεμάμενοι κίνδυνοι για τον τόπο […] ήσαν κάτι περισσότερο από ορατοί και επανελήφθησαν σε περιοδεία στην Ελλάδα, μετά την καταστροφή του 1974, ως ένας ύμνος προς την ελευθερία και μήνυμα […] αντίστασης στον κατακτητή που πατούσε τα χώματα της Κύπρου». Βλ. Γ. Κατσούρης (επιμ.), Λουκής Ακρίτας: Τρία θεατρικά, Λευκωσία: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού – Πολιτιστικές Υπηρεσίες 2001, σ. 15. Αντίστοιχα, η επιτυχία των δύο θεατρικών έργων του Μιχάλη Πα - σιαρδή που αναφέρθηκαν πιο πάνω μπορεί να αποδοθεί στο γε- γονός ότι ο συγγραφέας σε αυτά επικεντρώνεται στις αξίες της εντοπιότητας και των πατροπαράδοτων αξιών σε ηθογραφικό πλαίσιο, το οποίο, όπως παρατηρεί η Άντρη Χ. Κωνσταντίνου, δεν ταυτίζεται με τον φολκλορισμό ή τη γραφικότητα. Αντίθετα, όπως διαπιστώνει η ίδια, με τα θεατρικά κείμενα του Πασιαρδή «μέσα από τη βιωμένη γνώση της ντόπιας παράδοσης, την οξυ- δερκή παρα τήρηση των λαϊκών ανθρώπων, το θεατρικό ένστικτο, την αποτελεσματική θεατρική αξιοποίηση του κυπριακού ιδιώματος, το ποιητικό φίλτρο και τη δυνατότητα […] για αφαί- ρεση, η κυπριακή δραματουργία διευρύνει τους ορίζοντές της και εμπλουτίζεται με έργα που ξεπερνούν τη ρεαλιστική κατα- γραφή και εισχωρούν στο πεδίο του ποιητικού».15 Από την άλλη, στην περίπτωση των Αφεντάδων του Ανδρέα Φαντίδη, πα ρά την αδιαμφισβήτητη σκηνική τους επιτυχία, η κριτική διέκρινε την πρόσμειξη της ηθογραφίας με στοιχεία ξένα προς την κυπρι ακή πραγματικότητα.16 Επισκοπώντας το κυπριακό ρεπερτόριο του ΘΟΚ κατά τη δεκαε- τία του 1980, χωρίς να διαθέτουμε στατιστικά δεδομένα για τη σκηνική τύχη των επιμέρους έργων που ανέβηκαν, διαπιστώνουμε ότι σε αυτό δεσπόζουν τα ιστορικά και τα σύγχρονα κοινωνικά δράματα, ενώ υποχωρούν αισθητά οι ηθογραφίες. Σε αυτό το τε- λευταίο είδος εντάσσονται τα έργα Στα έγκατα της γης του Μιχάλη Πιτσιλλίδη (πρώτη παράσταση: 23/3/1984) και Το γατάνιν του Μιχάλη Πασιαρδή (2/2/1985), ενώ βέβαια ψήγματα ηθογραφικών στοιχείων εντοπίζονται και σε πολλά από τα υπόλοιπα θεατρικά έργα της δεκαετίας αυτής. Η Άντρη Χ. Κωνσταντίνου θεωρεί Το γατάνιν ως μία «από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές της κυπριακής δραματουργίας» και παρατηρεί ότι «το έργο χαρακτηρίζεται από σκηνική οικονομία και οικονομία στον λόγο, στα όρια του μινιμαλισμού».17 Παρομοίως, το Στα έγκατα της γης δεν είναι μια ανέμελη ηθογραφία, καθότι πραγματεύεται με κοινωνική ευαισθησία τον αγώνα και τις αγωνίες των μεταλλωρύχων για μια καλύτερη ζωή, σε ιδιαίτερα δύσκολες και αντίξοες συνθήκες. Εξάλλου στα ιστορικά δράματα της υπό ανασκόπηση δεκαετίας (Χρίστου Γεωργίου Καλόγεροι, πρώτη παράσταση: 28/6/1980 . Πάνου Ιωαννίδη Ονήσιλος: 18/6/1981 . Άντρου Παυλίδη Ιωαννίκιος: 15/4/1983 . Ρήνας Κατσελλή Ξενιτεία: 6/4/1989) είναι έκδηλη η αναζήτηση ερεισμάτων και στοιχείων πολιτισμικής συνέχειας, λίγα χρόνια μετά την κυπριακή τραγωδία του 1974. Από την άλλη, στα κοινωνικά δράματα της ίδιας περιόδου (Μαρίας Αβρααμίδου Σκληρός άγγελος, πρώτη παράσταση: 23/3/1985∙ Ρήνας Κατσελλή Τρελλή γιαγιά:18 13/12/1986∙ Μαρίας Αβρααμίδου Η κραυγή του Αγαμέμνονα: 14/2/1987, Γιώργου Νεοφύτου Φουλ μεζέ:19 7/6/1989 . κ.ά.) επιχειρείται μια ανατομία της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας με ποικίλες τεχνικές, όπως είναι η αντικειμενική συστοιχία με τις αναγωγές στον μύθο και στην ιστορία, ή και οι αντιστικτι15. Α. Χ. Κωνσταντίνου, «Η κυπριακή δραματουργία μετά την Ανεξαρτησία», http://www.greek-theatre.gr/public/gr/greekplay/index/reviewview/58. Πρό- σβαση: 24/12/2020. 16. Βλ. Α. Πυλιώτης, ό.π., σημ. 7. 17. Α. Χ. Κωνσταντίνου, ό.π., σημ. 14. 18. Για την Τρελλή γιαγιά βλ. ενδεικτικά Λ. Γαλάζης, «Η δραματουργία της Ρήνας Κατσελλή», http://www.greek-theatre.gr/public/gr/greekplay/index/ reviewview/85.Πρόσβαση: 24/12/2020. 19. Για το Φουλ μεζέ βλ. ενδεικτικά Α. Χ. Κωνσταντίνου, «Η δραματουργία του Γιώργου Νεοφύτου», http://www.greek-theatre.gr/public/gr/greekplay/index/ reviewview/62. Πρόσβαση: 24/12/2020.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==