Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου.1971-2021. Μισός αιώνας θέατρο, Ένας κόσμος ολόκληρος

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ σχετική έστω αντικειμενικότητα την παρουσία κυπριακών θεα- τρικών έργων στο ρεπερτόριο του ΘΟΚ κατά την πεντηκονταετία που παρήλθε από την ίδρυσή του, τα κριτήριά του δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά. Προφανώς, για την ποιοτική στάθμιση των επιλογών θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι άλλοι δύο πυλώνες του δραματολογίου, όπως καθορίζονται από τον ιδρυτικό νόμο, δηλαδή η ελληνική (αρχαία και νεότερη) και η παγκόσμια δραματουργία. Αναντίλεκτα, κατά την πεντηκονταετία 1971–2021 οι επιλογές των εκάστοτε Διοικητικών Συμβουλίων και Καλλιτεχνικών Επι- τροπών παλινδρομούν ανάμεσα στην ηθογραφία, στο κοινωνικό και ψυχολογικό δράμα, ή και σε άλλα θεατρικά είδη, όπως επίσης και ανάμεσα στο γλωσσικό όργανο της κοινής νεοελληνικής ή της κυπριακής διαλέκτου, ή και των ευρηματικών κάποτε προσμείξεών τους. Οι παλινδρομήσεις αυτές, κυρίαρχες κατά τις πρώ- τες τρεις δεκαετίες τουλάχιστον της λειτουργίας του ΘΟΚ, φαί- νεται, κυρίως μετά τις αρχές του 2000, να κατασταλάζουν προς τις σύγχρονες φόρμες θεατρικής γραφής και έκφρασης, παρά τις κατά καιρούς περιστασιακές επαναστροφές προς την ηθο- γραφία και την επιθεώρηση. Σημαντική θεωρείται η στρατηγική της παροχής κινήτρων για την ανάπτυξη της κυπριακής θεατρι- κής γραφής, που τέθηκε σε σύγχρονες βάσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Η στρατηγική αυτή σηματοδότησε τη λειτουργική διασύνδεση της θεατρικής γραφής με όλες τις άλλες παραμέτρους της θεατρικής τέχνης, με στόχο την ανάπτυξη του θεατρικού λόγου «in situ». Από τα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας, με την ίδρυση του Ορ- γανισμού Θεατρικής Αναπτύξεως Κύπρου (ΟΘΑΚ) (1961–1968), έως σήμερα αναπτύχθηκε μια γόνιμη, τις περισσότερες φορές, προβληματική γύρω από τους όρους, τις προϋποθέσεις, τα όρια και τους περιορισμούς της ένταξης κυπριακών θεατρικών έργων στο ρεπερτόριο του κρατικού θεάτρου της Κύπρου. Με αφορμή το ανέβασμα του Ανάξιου της Ρήνας Κατσελλή (πρεμιέρα: 18/10/1962), σχολιάστηκε από την κριτική της εποχής όχι μόνο η συμπερίληψη στο δραματολόγιο του Οργανισμού κυπριακών θεατρικών έργων, αλλά και το ζητούμενο για την υπέρβαση της ηθογραφίας.3 Αργότερα, το 1963, ο Κύπρος Χρυσάνθης σχολιάζει, με παράθεση παραδειγμάτων, ως αβάσιμη την αναφορά στην έκθεση του Δ.Σ. του Οργανισμού με τίτλο «Τα δεδομένα της κυ- πριακής θεατρικής πραγματικότητος και ο Ο.Θ.Α.Κ.» (1962), με βάση την οποία στην Κύπρο δεν υπήρχε τότε αξιόλογη θεατρική παραγωγή, «και ιδίως θεατρικά έργα με θέμα και υπόθεσιν ει- λημμένα εκ της κυπριακής πραγματικότητος, η αναβίβασις των οποίων και ενδιαφέρον ζωηρόν θα προεκάλει και παράδοσιν Κυπριακού θεάτρου θα εδημιούργει […]».4 Ωστόσο, αν λάβει κανείς υπόψη την παραστασιογραφία του ΟΘΑΚ5 σε όλη τη διαδρομή του, διαπιστώνει ότι, από τα δέκα κυπριακά θεατρικά έργα που ανέβηκαν, αρκετά δεν εκφεύγουν από τη δεσπόζουσα της ηθο- γραφικής κωμωδίας, ενώ τα υπόλοιπα είναι επιθεωρήσεις με θέματα αντλημένα από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της δεκαετίας του 1960, και ιδίως από τις διακοινοτικές συγκρού- σεις της περιόδου. 3. Βλ. Α. Χ. Κωνσταντίνου, Το θέατρο στην Κύπρο (1960–1974): Οι θίασοι, η κρατική πολιτική και τα πρώτα χρόνια του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, Αθήνα: Καστανιώτης 2006, σσ. 232–233. 4. Βλ. Κ. Χρυσάνθης, «Παρατηρήσεις πάνω στο “Τα δεδομένα της κυπριακής θεατρικής πραγματικότητος και ο Ο.Θ.Α.Κ.”», περ. Πνευματική Κύπρος, τχ. 29 (Φεβρουάριος 1963), σσ. 195–196. 5. Βλ. Α. Χ. Κωνσταντίνου, ό.π., σσ. 543–560. Όταν ιδρύεται, λοιπόν, ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου, το ζη- τούμενο για την περαιτέρω ανάπτυξη και για τον εκσυγχρονισμό της κυπριακής θεατρικής συγγραφής παραμένει ιδιαίτερα επιτακτικό, την ίδια στιγμή που ορισμένοι συγγραφείς διαλέγονται δημιουργικά με το θέατρο του παραλόγου ή και με άλλες μορφές της θεατρικής πρωτοπορίας, ενώ παράλληλα το Θέατρο του ΡΙΚ προσφέρει με τις πρωτοποριακές παραστάσεις του τα εναύσματα για μια γόνιμη ώσμωση της θεατρικής εντοπιότητας με τις νεό- τερες τάσεις του παγκόσμιου θεάτρου. Στα πενήντα χρόνια της λειτουργίας του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου — και ιδιαίτερα με αφορμή το ανέβασμα κυπριακών θε- ατρικών έργων στη σκηνή του ή μερικές φορές και εξαιτίας του αποκλεισμού άλλων — ανακινήθηκε κατά καιρούς το ζήτημα της θέσης της κυπριακής δραματουργίας στο ρεπερτόριό του. Περιοριζόμαστε εδώ στην ενδεικτική παράθεση ορισμένων θέσεων γύρω από αυτό το ζήτημα. Ο Ανδρέας Χριστοφίδης στον πρόλογό του στο πρόγραμμα της παράστασης Το νερόν του Δρόπη του Μιχάλη Πασιαρδή (πρεμιέρα: 2 Μαρτίου 1974),6 με τί- τλο «Η σημασία του κυπριακού θεατρικού έργου», υποστηρίζει ότι «η θεατρική ανάπτυξη δεν νοείται χωρίς την ανάδειξη θεα- τρικών συγγραφέων» και υποδεικνύει ότι το θέατρο είναι «το κατεξοχήν κοινωνικό είδος λόγου», που για να αναπτυχθεί προϋ - ποτίθενται ειδικές συνθήκες και κατάλληλοι θεσμοί. Περαιτέρω, θεωρεί επιβεβλημένο το ανέβασμα σύγχρονων κυπριακών θεα- τρικών έργων (έστω συχνά και με ατέλειες), δεδομένου ότι η κυπριακή γραμματεία δεν διαθέτει (κατά την εκτίμησή του) πα- λαιότερα αξιόλογα θεατρικά κείμενα. Παρεμφερείς είναι οι από- ψεις που διατυπώνονται από τον Αχιλλέα Πυλιώτη σε κριτικό σημείωμά του για το ανέβασμα του θεατρικού έργου Οι αφεν ­ τάδες του Ανδρέα Φαντίδη (πρώτη παράσταση: 4 Φεβρουαρίου 1978, Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας). Και ο Πυλιώτης θεωρεί τη συγγραφή κυπριακών θεατρικών κειμένων ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη του θεάτρου στο νησί, ωστόσο υποστηρίζει ότι η υπόθεσή τους δεν πρέπει να είναι «ξένη προς την κυπριακή πρα- γματικότητα», καταλήγοντας στη διαπίστωση: «Έχουμε μεν οργάνωση θεατρικών συγγραφέων, αλλά δεν έχουμε κυπριακό θέατρο».7 Η αναγνώριση της ιδιαιτερότητας της θεατρικής γραφής έναντι των άλλων γενών της λογοτεχνίας θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική τόσο από τους κριτικούς όσο και από τους ίδιους τους θεατρικούς συγγραφείς. Λόγου χάρη, η Ρήνα Κατσελλή το 1982 επισημαίνει ότι «η συγγραφή θεατρικών έργων χρειάζεται επιπρόσθετες γνώ- σεις» και εισηγείται την πραγματοποίηση (είτε με πρωτοβουλία των θεατρικών συγγραφέων είτε του Κυπριακού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου) ειδικών σεμιναρίων για τους θε- ατρικούς συγγραφείς, δημόσιες αναγνώσεις θεατρικών έργων και συζήτηση, ώστε να διαπιστώνονται τυχόν αδυναμίες ή και προτερήματα της θεατρικής γραφής.8 Παρόμοιες απόψεις δια- τυπώθηκαν κατά καιρούς τόσο από θεατρικούς συγγραφείς όσο 6. Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου, Μιχάλη Πασιαρδή, Το νερόν του Δρόπη, Δημοτικό Θέατρο – Λευκωσία 2 Μαρτίου 1974, Αρ. Δελτίου 4 [πρόγραμμα πα- ράστασης], σσ. [4–6]: https://helates.cut.ac.cy/neron_tou_dropi_programma. Πρόσβαση: 23/12/2020. 7. Α. Πυλιώτης, «Ανδρέα Φαντίδη Οι αφεντάδες», περ. Νέα Εποχή, τχ. 128 (Ιαν. – Φεβρ. 1978), σσ. 714–715. 8. Ρ. Κατσελλή, «Ελεύθερη θεατρική δημιουργία και θεατρική ανάπτυξη στην Κύπρο», Ο Φιλελεύθερος, 18 Δεκεμβρίου 1982. Για το ίδιο θέμα βλ. ενδει- κτικά Ν. Μιλτιάδου, «Σκέψη για επιχορήγηση κυπριακών έργων», Ο Αγών, 30 Ιανουαρίου 1985.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==