ΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΘΟΚ Την πρεμιέρα της Αυλής των θαυμάτων (γρ. 1956) στις 24 Φεβρου - αρίου 1972 στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, του δεύτερου νεο - ελληνικού έργου στο ρεπερτόριο του ΘΟΚ, υποδέχεται πανηγυρικά το κοινό και η κριτική.44 Η σκηνοθεσία του Βλαδίμηρου Καυκαρίδη αναδεικνύει το πνεύμα του έργου, δίνοντας τη θετική εντύπωση ενός άρτιου συνόλου, με τις ερμηνείες των ηθοποιών να συνιστούν ένα «ποιοτικό άλμα»45 και τη Δέσποινα Μπεμπε- δέλη (Αννετώ) να επιδοκιμάζεται ιδιαίτερα. Το ίδιο ισχύει και για τα σκηνικά της Πόλυς Εφταμάντηλου, η οποία είχε και την επίβλεψη των κοστουμιών, που αποτυπώνουν με ακρίβεια τη νατουραλιστική υφή του έργου. Το προλόγισμα του Καμπανέλλη στην πρεμιέρα επισφραγίζει την επιτυχία της παράστασης: «Σκη- νοθέτης και ηθοποιοί», είπε ο Καμπανέλλης, «αγάπησαν το έργο σαν δικό τους και φτιάξανε μια παράσταση που με τιμά».46 Ακολούθως, το φθινόπωρο του 2006, με την ευκαιρία της συμπλή- ρωσης πενήντα χρόνων από τη συγγραφή της, η Αυλή ξαναπαρου- σιάζεται στη ρεαλιστική σκηνοθεσία του Ανδρέα Αντωνιάδη.47 Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Στέφανου Αθηαινίτη ανακαλούν την αισθητική της εποχής του ’50, ενώ η μουσική του Μάριου Τόκα συμβάλλει καταλυτικά στη μεταφορά των γεύσεων της τότε Ελλάδας. Άξιες ιδιαίτερης μνείας είναι οι ερμηνείες της Αννίτας Σα- ντοριναίου (Αννετώ) και της Λένιας Σορόκου (Αστά), καθώς και εκείνη του Αντώνη Κατσαρή (Ιορδάνης), που αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των δύο παραγωγών του έργου. Ο Βλαδίμηρος Καυκαρίδης θα σκηνοθετήσει και δεύτερη φορά έργο του Καμπανέλλη, επιχειρώντας μια «σύγχρονη και κεφά - τη»48 σκηνική εκδοχή του Παραμυθιού χωρίς όνομα (γρ. 1959). Στο πλευρό του έχει έναν πολυπληθή θίασο, ο οποίος, με τη μουσική συνδρομή των καθιερωμένων μελωδιών του Χατζιδάκι — δάνειο από το πρώτο πανελλήνιο ανέβασμα του έργου — και ντυμένος με τις λαϊκές πινελιές του Κώστα Καυκαρίδη, ξεδιπλώνει παραμυθικά τον αντιπολεμικό ιστό του έργου. Η παραγωγή δίνει την πρώτη της παράσταση στις 12 Ιουλίου 1974 στο Αμφιθέατρο Ακρο- πόλεως και ύστερα από τρεις ημέρες κατεβαίνει απότομα με το ξέσπασμα του πραξικοπήματος. Οι παραστάσεις θα επανέλθουν στην αρχή της επόμενης χειμερινής περιόδου. Τα αδέρφια Καυκαρίδη επανέρχονται το 1977 για να παρουσιά- σουν τα Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα (γρ. 1976), έναν χρόνο μετά το πρώτο του ανέβασμα στο Θέατρο Τέχνης από τον Κουν. Η σκηνοθεσία, πιστή στον συγγραφικό στόχο, θίγει με σατιρικές αιχμές το σκοτεινό πρόσωπο του απριλιανού καθεστώτος και υποδηλώνει την ιδεολογική του σήψη. Το ένα μονόπρακτο μετά το άλλο ξεδιπλώνονται ομαλά, με την ομάδα των ηθοποιών να φωτίζει το πολιτικό πλαίσιο του έργου. 44. Βλ. ενδεικτικά: Τ. Στεφανίδης, εφ. Αλήθεια, 13 Μαρτίου 1972· Γ. Νικολάου, εφ. Ελευθερία, 2 Μαρτίου 1972· Ι. Ρωσσίδης, εφ. Χαραυγή, 5 Μαρτίου 1972· Ά. Παυλίδης, εφ. Τα Νέα, 1 Μαρτίου 1972. 45. Α. Πυλιώτης, περ. Νέα Εποχή, τχ. 93 (2 Μαρτίου 1972), σσ. 295–296. 46. Απόσπασμα από το προλόγισμα του συγγραφέα στην πρώτη παράσταση του έργου. Βλ. εφ. Αγών, 27 Φεβρουαρίου 1972. 47. Αξίζει να σημειωθεί πως στο πλαίσιο του αφιερώματος στο νεοελληνικό έργο ο ΘΟΚ διοργάνωσε επίσης τιμητική εκδήλωση για το έργο του συγγραφέα στις 30 Οκτωβρίου 2006. Ομιλήτρια ήταν η Χαρά Μπακονικόλα, καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, με θέμα: «Εισβολείς και πρόσφυγες στο θέατρο του Καμπανέλλη». Ακολούθησε χαιρετισμός από τη σκηνοθέτιδα Μόνικα Βασιλείου με θέμα τη συνεργασία της με τον συγγραφέα το 1962 στο ανέβασμα του Παραμυθιού χωρίς όνομα (Νέο Θέατρο, Λεμεσός). 48. Βλ. Καυκαρίδης, «Λίγα λόγια του σκηνοθέτη», στο Πρόγραμμα παράστα- σης, σ. 6. Το 1981 ανεβαίνουν Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού (1978) σε σκη- νοθεσία Ανδρέα Μαραγκού, με μια συμπαγή ομάδα ηθοποιών να αποδίδει τον αλληλοσπαραγμό των διαφόρων προσώπων για τη διαδοχή της περιουσίας του ετοιμοθάνατου πατέρα μέσα στο λιτό, ρεαλιστικό σκηνικό του Άντη Παρτζίλη. Η παράσταση βα- σίζεται σε μια ρεαλιστική γραμμή με ισχνά στοιχεία γκροτέσκου, με στόχο να αναδειχθούν με ευκρίνεια ο σαρκασμός και η κοινω- νική σάτιρα του έργου. Τον Δεκέμβριο του 1984 η σκηνοθεσία του Εύη Γαβριηλίδη στο έργο Ο μπαμπάς ο πόλεμος (γρ. 1952) συλλαμβάνει την οξύτητα του σατιρικού συγγραφικού πνεύματος, έκδηλου στο καλοκουρδισμένο και εύστοχα αρθρωμένο σύνολο ηθοποιών, που κατα- φέρνει να διαγράψει με εύσχημο τρόπο τους είκοσι κωμικούς τύπους του έργου. Η ενδυματολογική πρόταση του Στέφανου Αθηαινίτη εμπνέεται από τα τυποποιημένα ριγέ ανθρωπάκια του Έλληνα ζωγράφου Γιάννη Γαΐτη, σχολιάζοντας έξυπνα το φαινό- μενο του μαζικού, βιομηχανοποιημένου τουρισμού, με αρκετά από αυτά να εντάσσονται στο γραμμικό/γεωμετρικό — έντονα χρωματισμένο — σκηνικό του. Οι μουσικές υπογραμμίσεις του Στέλιου Αργύρη συμπληρώνουν θετικά το όλο εγχείρημα. Τρία χρόνια μετά το πρώτο σκηνικό ανέβασμά του από τον ίδιο τον συγγραφέα, Ο δρόμος περνά από μέσα (γρ. 1990) σκηνοθετεί- ται πάλι από τον Καμπανέλλη, αυτή τη φορά στον ΘΟΚ. Ο Καμπανέλλης έχει στο πλευρό του τον Φαίδρο Στασίνο. Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στις 12 Φεβρουαρίου 1994, με τους πέντε ηθοποι- ούς να αποκρυπτογραφούν επιδέξια τις εναλλασσόμενες μεταβάσεις από το ανελέητο παρόν στο παρελθόν και όλες τις κρυμμένες πτυχές, τις μύχιες σκέψεις και τις μνήμες των προσώπων. Όλα αυτά στεγάζονται στο εσωτερικό ενός αρχοντικού σπιτιού με αντίκες, που φιλοτέχνησε ο Κουρούσιης.49 Οι μονόλογοι Γράμμα στον Ορέστη (γρ. 1992–1993) και Ο επικήδειος (γρ. 1991) παρουσιάζονται υπό τον γενικό τίτλο Δύο άλλες φωνές το 1995, στο πλαίσιο συνεργασίας με το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ανεβαίνουν σε σκηνοθεσία Χρίστου Σιοπαχά, 50 σκηνογραφική- ενδυματολογική επιμέλεια Γιώργου Χιώτη και φωτισμούς Γρηγόρη Παπαγεωργίου. Τη σύγχρονη απολογία της Κλυταιμνήστρας προς τον γιο της φέρει εις πέρας η Τζένη Γαϊτανοπούλου. Δοσμένη απόλυτα στον ρόλο της, διαγράφει όλες τις εκφάνσεις της τραγικής φύσης της ηρωίδας. Από την άλλη, ο Κώστας Δημητρίου πα- ρωδεί με αξιώσεις τον επακόλουθο επικήδειο λόγο ενός σπου- δαιοφανούς συγγραφέα. Τέλος, το 2018 στην Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ ο σκηνοθέτης Κων- σταντίνος Αρβανιτάκης συνθέτει, με τη σύμπραξη μιας ομάδας ταλαντούχων συνεργατών, τη Στέλλα με τα κόκκινα γάντια (γρ. 1954) ως ένα αισθησιακό θέαμα αισθητικής καμπαρέ, που διακρί - νεται για την οπτικοακουστική ποικιλία και την εμφανή διακει- μενική χροιά του. Η ζωντανά εκτελεσμένη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη από ομάδα των ηθοποιών αποτέλεσε ένα από τα βα- σικά θέλγητρα της παράστασης. 49. Στις 14 Φεβρουαρίου 1994 πραγματοποιείται τιμητική βραδιά για τον συγγραφέα με ομιλητές τη Νίκη Κατσιαούνη (μέλος Δ.Σ. ΘΟΚ) κα τον Πανίκο Παιονίδη (δημοσιογράφος και πρώην πρόεδρος Δ.Σ. ΘΟΚ). 50. ΣτΕ: Για τον Χρίστο Σιοπαχά βλ. κεφάλαιο 3.37.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==