ΞΕΝΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ Σάλεμ6 να σημειώνουν τριάντα δύο παραστάσεις με 18.229 θεα- τές,7 ο Ανούιγ με την Αντιγόνη, σε μια εποχή που ο Οργανισμός στρέφεται στο πολιτικό θέατρο (1975), η Λίλιαν Χέλμαν με το Φρουρά στον Ρήνο, ο Άρνολντ Ουέσκερ με τις Ρίζες, ο Σων Ο’ Κέιζυ με το Κόκκινα τριαντάφυλλα για μένα και ο Αζίζ Νεσίν με το Θεριό του Ταύρου. Οι σκηνοθεσίες του Χρίστου Σιοπαχά, οκτώ στο σύνολο στο ξένο ρεπερτόριο, κατέχουν μια πολύ ιδιαίτερη θέση στην πορεία του Οργανισμού, αφού εισάγει πολύ σημαντικούς συγγραφείς του σύγχρονου ρεπερτορίου. Η πρώτη του σκηνοθεσία έρχεται το 1994 με το Χορεύοντας στη Λούνασα του Μπράιαν Φρίελ, μια πα- ραγωγή που έμεινε ιστορική και θεωρείται από τις κορυφαίες του ΘΟΚ. Το 1995 ο Σιοπαχάς αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Οργανισμού, θέση στην οποία θα παραμείνει μέχρι το 1998. Κατά τη διάρκεια της τρίχρονης αυτής πορείας, ο Σιοπαχάς σκηνοθετεί το Ντα του Χιου Λέναρντ το 1996, παραγωγή με την οποία εγκαινιάζεται ο νέος ιδιόκτητος χώρος της Νέας Σκηνής, που σήμερα στεγάζει τις Αποθήκες. Πολύ σημαντική υπήρξε και η σκηνοθεσία του, την ίδια χρονιά, στο έργο Ρομπέρτο Τσούκκο, «μια δυνατή παράσταση ενός σκληρού έργου, με σκηνογράφο τον Γιάννη Του- μαζή και τον Αχιλλέα Γραμματικόπουλο στον επώνυμο ρόλο».8 Όσο βρίσκεται στη θέση του διευθυντή, σκηνοθετεί τον Θείο Βάνια του Τσέχωφ το 1998, ενώ η συνεργασία του με τον ΘΟΚ συνε - χίζει και μετά την αποχώρησή του. Το 2006 συστήνει τον Ιρλανδό Μάρτιν ΜακΝτόνα με το έργο Ο υπολοχαγός του Ίνισμορ, το 2008 τον Θόρντον Ουάιλντερ με τη Μικρή μας πόλη, ενώ θα είναι ο σκηνοθέτης που θα τολμήσει να έρθει αντιμέτωπος με το θέατρο του παραλόγου, με το κορυφαίο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ το 2007 και τον Ρινόκερο του Ιονέσκο το 2014 (τη μονα- δική παραγωγή έργου του Ιονέσκο στον Οργανισμό). Εξαιρετικά σημαντική για την πρώτη εικοσαετία λειτουργίας του Οργανισμού υπήρξε η παρουσία του Βλαδίμηρου Καυκαρίδη, ο οποίος, αν και σκηνοθετεί έναν πολύ μεγάλο αριθμό έργων, στο ξένο ρεπερτόριο καταγράφει επτά μόνο παραγωγές. Σκηνοθε- τικά εμφανίζεται με το έργο Η γκανιόττα του Ευγένιου Λαμπίς του 1975, ενώ την ίδια χρονιά σκηνοθετεί το Λαός και τυραννία του Λόπε ντε Βέγκα. Με σπουδές στη Ρωσία, ο Βλαδίμηρος Καυκαρί- δης εισάγει τον Νικολάι Γκόγκολ με το έργο Επιθεωρητής το 1979, ενώ την προηγούμενη χρονιά σκηνοθετεί το Μια ιστορία στο Ιρκούτσκ του Αλεξέι Αρμπούζωφ. Επίσης το 1979 σκηνοθετεί τους Εμιγκρέδες του Πολωνού Σλαβομίρ Μρόζεκ, ενώ η τελευταία του σκηνοθεσία, σε ό,τι αφορά το ξένο ρεπερτόριο, έρχεται με το έργο Τεϊοποτείον το αυγουστιάτικο φεγγάρι του Τζων Πάτρικ το 1983. Ωστόσο η αδιαμφισβήτητη επιτυχία του σημειώνεται το 1976 με το έργο Ο καλός στρατιώτης Σβέικ του Τσέχου Γιάροσλαβ Χάσεκ, παραγωγή που σημείωσε ρεκόρ παραστάσεων και θεατών μέχρι τότε: σαράντα έξι παραστάσεις με 21.525 θεατές. Αναμφισβήτητα, ο Γερμανός Heinz-Uwe Haus αποτελεί ένα πολύ ξεχωριστό κεφάλαιο για τον ΘΟΚ. Το 1975, έναν χρόνο μετά τα τραυματικά γεγονότα της Eισβολής, χρονιά κατά την οποία ο Οργανισμός στρέφεται συνειδητά προς το πολιτικό θέατρο, ο 6. Ο Τάσος Λιγνάδης, ό.π., σημειώνει ότι ο Σιαφκάλης στην παράσταση αυτή κατόρθωσε να «πάει κάτω από την επιφάνεια και το παρουσιάζει σαν έργο για την ατομική ελευθερία, ενώ κατόρθωσε να συντονίσει τον πολυπρόσωπο θίασο σε ένα συνολικό και ομοιογενές αποτέλεσμα». 7. Οι καταγραφές των αριθμών των παραστάσεων και των θεατών προ- έρχονται από το Ν. Μαραγκού, ό.π. 8. Α. Χ. Κωνσταντίνου, ό.π., σ. 12. Haus καταφτάνει στο νησί στο πλαίσιο πολιτιστικής συνεργασίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας με την Κυπριακή Δημο- κρατία. Με τη μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία που σημειώνει η πρώτη του σκηνοθεσία στον Καυκασιανό κύκλο με την κιμωλία του Μπρεχτ, ο Haus γίνεται ο πρώτος και βασικότερος εισηγητής του Μπρεχτ στην Κύπρο. Την ίδια χρονιά σκηνοθετεί το Με το ίδιο μέτρο του Σαίξπηρ, έργο με το οποίο ο Οργανισμός πραγματοποιεί την πρώτη του έξοδο στην Ευρώπη,9 συμμετέχο- ντας στο Φεστιβάλ Σαίξπηρ της Βαϊμάρης το 1976. Το 1977 σκηνοθετεί τη Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της του Μπρεχτ, με την κα- θηλωτική ερμηνεία της Δέσποινας Μπεμπεδέλη στον ομώνυμο ρόλο και την παράσταση να σημειώνει τριάντα τρεις παραστάσεις με 18.650 θεατές. Την επόμενη χρονιά η παράσταση θα παρου- σιαστεί στο Εθνικό Θέατρο στην Αθήνα, όπου το κοινό ενθου- σιασμένο και συγκινημένο θα φωνάζει: «Κύπρος Κουράγιο!»10 Το 1979 σκηνοθετεί τον Καλό άνθρωπο του Σετσουάν, ενώ το 1990 την Άνοδο του Αρτούρο Ούι. Οι τέσσερις σκηνοθεσίες του Haus σε έργα του Μπρεχτ, συνοδευόμενες με μια έκθεση αφιερωμένη στον Μπρεχτ το 1975 και ένα σκηνοθετικό εργαστήρι για τη διδασκαλία του συγγραφέα το 1978,11 έθεσαν τα θεμέλια της πα- ρουσίας του Γερμανού συγγραφέα στην Κύπρο.12 Το 2003 επανέρχεται στον Οργανισμό σκηνοθετώντας το Έξω από την πόρτα του Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ, παραγωγή η οποία απέσπασε Βρα- βείο Σκηνοθεσίας για τον Haus και Βραβείο Υποκριτικής για τον Νεοκλή Νεοκλέους στα Βραβεία ΘΟΚ 2003. Η τελευταία συνερ- γασία του σκηνοθέτη με τον Οργανισμό έρχεται το 2017 με την Κυρά της θάλασσας του Ίψεν και τη Στέλα Φυρογένη στον ομώνυμο ρόλο. Πολυποίκιλη θα είναι και η προσφορά του Φαίδρου Στασίνου, ο οποίος, πέρα από τα έργα που σκηνοθετεί στην Παιδική Σκηνή, θα σκηνοθετήσει και επτά έργα του ξένου ρεπερτορίου για τις σκηνές ενηλίκων. Η πρώτη του σκηνοθεσία στο ξένο ρεπερτόριο έρχεται το 1986 με τη Σπασμένη στάμνα του Ερρίκου φον Κλάιστ. Στη συνέχεια δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στο σύγχρονο έργο του 20ού αιώνα και παρουσιάζει το Παιγνίδι του τζιν του Ντό- ναλντ Λ. Κόμπερν (σε συν-σκηνοθεσία με τον Εύη Γαβριηλίδη) το 1991, το Μια μέρα στον θάνατο της Τζο Εγκ του Πήτερ Νίκολς το 1994, τη Φθινοπωρινή σονάτα του Αλεξέι Αρμπούζωφ το 2000 και τις Αινιγματικές παραλλαγές του Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ το 2003. Από τις ευτυχέστερες, ωστόσο, σκηνοθετικές στιγμές του κατα- γράφεται η παραγωγή του έργου Τρεις ψηλές γυναίκες στη Νέα Σκηνή το 1997, η οποία συστήνει τον Έντουαρντ Άλμπυ στο κοινό, με τις εξαιρετικές ερμηνείες τριών ηθοποιών από τρεις διαφορετικές γενιές: της Τζένης Γαϊτανοπούλου, της Αννίτας Σα- ντοριναίου και της Στέλας Φυρογένη. Μετά τη σύντομη θητεία του Νίκου Χατζίσκου, ο οποίος θα απο- τελέσει τον πρώτο διευθυντή του Οργανισμού, το 1972 καλείται ο Σωκράτης Καραντινός, για να αναλάβει χρέη όχι μόνο καλλιτεχνικού συμβούλου, αλλά και σκηνοθέτη-διδασκάλου. Κατά τα 9. Ό.π., σ. 6. 10. Ι. Καμπανέλλης, «Κύπρος Κουράγιο», στο Μαραγκού, ό.π., σ. 36. 11. H.-U. Haus, «Εμπειρίες με τον ΘΟΚ», στο Μαραγκού, ό.π., σ. 48. 12. Αναλυτικότερα για τις μπρεχτικές σκηνοθεσίες του Haus βλ. Α. Χ. Κων- σταντίνου, «Ένας Γερμανός στη Λευκωσία: Η πρόσληψη του Μπέρτολτ Μπρεχτ στην Κύπρο μέσα από τις σκηνοθεσίες του Heinz-Uwe Haus», στο Παράδοση και εκσυγχρονισμός στο Νεοελληνικό Θέατρο. Από τις απαρχές ως τη μεταπολεμική εποχή. Πρακτικά του Γ΄ Πανελλήνιου Θεατρολογικού Συνεδρίου, επιμ. Α. Γλυτζουρής και Κ. Γεωργιάδη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2010, σσ. 351–362.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==