120 __ 121 Κάθε φορά που πηγαίνει στην Αθήνα για να περπατήσει στις γει- τονιές της ή να παίξει σε κάποια επιλεγμένη παράσταση, δέχεται την ίδια ερώτηση: Τι την έκανε να αφήσει μια σίγουρη καριέρα στην Ελλάδα και να περιοριστεί στην ταπεινή Κύπρο; Προφανώς, όσοι απευθύνουν την ερώτηση δεν λαμβάνουν υπόψη ότι ο «πε- ριορισμός» αυτός της πρόσφερε τη μεγαλύτερη ελευθερία: τη δυνατότητα να κατακτήσει όσα μπορεί ένας καλλιτέχνης του θεάτρου. Βέβαια, η απάντηση θα μπορούσε να είναι πιο απλή και ρομαντική: ο έρωτας. Η γνωριμία με τον Στέλιο Καυκαρίδη στο Υπόγειο του Κουν άλλαξε απλώς τη ρότα ενός προδιαγεγραμμένου προορισμού, που για τη μαθήτρια του Πέλου Κατσέλη ήταν το σανίδι. Στην Κύπρο εγκαταστάθηκε το 1969 και έκανε τη γνωστή δια- δρομή από το Θεατράκι του ΡΙΚ στο νεοϊδρυθέν κρατικό θέατρο. Πρώτος σταθμός ο Ποπολάρος του Ξενόπουλου το 1971. Την πρώ - τη δεκαετία είχε κιόλας ερμηνεύσει σαράντα ρόλους, ενώ συνο- λικά στον ΘΟΚ μέτρησε γύρω στους ενενήντα, καθένας ένα μικρό κομψοτέχνημα. Τελευταία συνεργασία ήταν το μακρινό 2008 ως χήρα Άλβινγκ στους Βρικόλακες του Ίψεν, ρόλο που είχε παίξει και τριάντα πέντε χρόνια νωρίτερα(!)· το 1973 είχε σκηνοθέτη τον Σιαφκάλη, τη δεύτερη φορά τον Γιάννη Ιορδανίδη. Το 2008 φαντάζει «μακρινό», γιατί η Δέσποινα Μπεμπεδέλη παραμένει σε δράση και σκηνική φόρμα στα ογδόντα της, προσεγγίζοντας με χρονική απόσταση ρόλους που είχε δοξάσει και σε νεαρότερη ηλικία. Κι όταν δεν παίζει, σκηνοθετεί ή διδάσκει. Μόνο στον ΘΟΚ έπαιξε την Εκάβη τέσσερις φορές. Η πρώτη ήταν στις Τρωάδες το 1982 (εκτοξεύοντας τη φήμη για τις ικανότητές της στο αρχαίο δράμα). Ακολούθησαν η Εκάβη το 1988, η επετειακή πα- ράσταση Στου κύκλου τα γυρίσματα το 1991 και η τριλογία Μυρμιδόνες, Νηρηίδες, Φρύγες το 2004. Εμπειρία και γνώση που συμπύ- κνωσε και στη συνεργασία με τον Θόδωρο Τερζόπουλο στις Τρωάδες το 2017–’18 σε Πάφο και Δελφούς. Στο παλμαρέ της έχει ακόμη την Κορυφαία στις Ικέτιδες, την Τροφό στη Μήδεια, την Ιοκάστη στις Φοίνισσες του 1990, την Ανδρομάχη, την Άτοσσα στους Πέρσες. Υπό την καθοδήγηση του Heinz-Uwe Haus εντρύ- φησε στον Μπρεχτ, φέρνοντας εις πέρας τρεις πρωταγωνιστι- κούς ρόλους: της Γκρούσια στον Καυκασιανό κύκλο με την κιμωλία, της Μάνας Κουράγιο και του Αρτούρο Ούι. Όταν η Μάνα Κουράγιο περιόδευσε στην Αθήνα και παρουσιάστηκε το 1978 στο Εθνικό, θεατρόφιλοι, καλλιτέχνες και κριτικοί έτριβαν τα μάτια τους και έκαναν λόγο για μια αποκαλυπτική εμπειρία. Τον ρόλο επανέλαβε είκοσι χρόνια αργότερα στο Ανοιχτό Θέατρο του Γ. Μιχαηλίδη. Στον ΘΟΚ συναντήθηκε με αρκετούς ακόμη σπουδαίους ρόλους, όπως της μάνας στον Ματωμένο γάμο, της κυρίας Πίτσαμ στην Όπερα της πεντάρας, της Μπερνάρντα Άλμπα, της Ορελί-τρελής του Σαγιώ. Στο Μανώλη…! του Γιώργου Νεοφύτου έβαλε την υπογραφή της σε μια κορυφαία στιγμή της σύγχρονης κυπριακής δραματουργίας. Το Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου το 2003 και το 2020 είναι δύο μόνο από τις πολλές διακρίσεις της. (ΓΣ) 3.26 ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΠΕΜΠΕΔΕΛΗ (1941–)
RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==