Αγρότης, τεύχος 483

A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 2 1 / T E Υ Χ Ο Σ 4 8 3 68 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ Η περιοχή της Μόρφου έναν αιώνα πριν Χρυστάλλα Κωνσταντίνου Ανώτερη Λειτουργός Γεωργίας Τμήμα Γεωργίας Από το λινάρι στην κλωστή «Έννα σου κάμω τα κακά, όσα έσιει το λινάριν, αν σε ζητήσω τζιι εν δεχτείς της γειτονιάς φανάριν» (λαϊκή ρήση) Μετά τις 15 Αυγούστου οι νοικοκυρές στα χωριά της περιοχής Μόρφου, κατέβαζαν το λινάρι από το δώμα και το κοπάνιζαν νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα γιατί κατά τη διάρκεια της ημέρας υπήρχε περίπτωση να «λιώσει από τον ήλιο»1. Αφού το υλικό μαλάκωνε αρκετά, το έβαζαν στη «μελιτζιάν». Η «μελιτζιά» ήταν ένα πρωτόγονο ξύλινο εργαλείο που αποτελείτο από μια βάση και τρία παράλληλα ξύλα ενός μέτρου περίπου. Τα δύο ξύλα ήταν σε σταθερή θέση και τα ονόμαζαν φτερά ενώ το τρίτο, ο καβαλάρης, ανεβοκατέβαινε με χερούλι για να συμπιέζει το λινάρι2. Με την ολοκλήρωση της κατεργασίας στη «μελιτζιάν» έφτιαχναν σε μικρά δεμάτια το προϊόν και το κτυπούσαν μέχρι να μείνει το «σκουλλίν», ίνες λινού, που έμοιαζε με πλεξούδα μαλλιών. Το «σκουλλίν» μπορούσαν να το εμπορευτούν και στις αγορές της Λευκωσίας ως ξεχωριστό προϊόν ή να συνεχίσουν τη διαδικασία κατεργασίας σε επίπεδο οικοτεχνίας3. Στη συνέχεια, το «σκουλλίν» το «κουτάλιζαν» με την «κουταλίστρα», ένα κυλινδρικό εργαλείο που τοποθετούσαν οι νοικοκυρές στο πόδι τους. Πίεζαν το «σκουλλίν» απλωμένο στην «κουταλίστρα» για να βγάλουν όσο το δυνατόν περισσότερεςφλούδες του λιναριού3. Το «σκουλλίν» κατόπιν γινόταν λινή κλωστή με τη χρήση της «ρόκκας» και το νήμα τυλιγόταν στο «αδράχτιν». Ταυτόχρονα, σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης, το χοντρό υλικό που έμενε ως παραπροϊόν ονομαζόταν «στουππίν». Από την κλωστή στο ύφασμα Μετά το έβαζαν στον «απείλιχτρο», το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να μετατρέψουν το νήμα σε θηλιές. Αποτελείτο από ένα κομμάτι ξύλο μήκους 60 εκατοστών με δυο μικρότερα κομμάτια ξύλου στις άκρες του. Με περιστροφικές κινήσεις το νήμα τυλιγόταν στα δυο ακρινά ξύλα και γινόταν θηλιά. Τύλιγαν πάνω την κλωστή, την «αλένιζαν». Η λέξη «αλενίζω» σημαίνει βγάζω την κλωστή από το «αδράκτι» να την βάλω στον «απείλικτρο» για να γίνει θηλιά3. Η Λ. Σώζου ανέφερε ότι όταν έκαναν τα «μπράτσα», έπρεπε να γίνει πολύ προσεκτικά, το κάθε «μπράτσο» έπρεπε να γίνει με δέκα «θηλίτζια» και το κάθε «θηλίτζι» έπρεπε να έχει σαράντα κλωστές. Σύμφωνα με την εν λόγω μαρτυρία, τα σωστά «μπράτσα» απολάμβαναν καλύτερες τιμές, μέχρι και μισό σελίνι. Στην ίδια συνέντευξη η Λ. Ζώζου περιγράφει τη «βούφα», τον αργαλειό δηλαδή, που χρησιμοποιούσαν για να υφαίνουν υφάσματα από τα νήματα και επισημαίνει ότι στην περιοχή Μόρφου «οι βούφες ήταν με δύο πατίθκια». Έβαζαν τα νήματα στο «δουλάππιν» που είναι κάτι σαν ανεμόμυλος και τα ένωνε «μιτάρι κλωσμένο» σαν πολύ πυκνό δίκτυ. Σε ξύλινες σαΐτες έδεναν χοντρό νήμα (πιο χοντρό από αυτό που ύφαιναν για να μπορούν να περάσουν από μέσα τις κλωστές, «να τις μιτώσουν»). Στην άκρια της βούφας υπήρχε ένας τραβηκτήρας για να μπορεί να περνά το νήμα που το έλεγαν «πισάντι» και οι υφάντρες είχαν την έκφραση «έφερα το ως το πισάντι», δηλαδή ως το τέλος. Η Λ. Σώζου περιέγραψε τη διαδικασία όπου τύλιγαν τις θηλιές με ένα μείγμα ζεστού νερού και αλεύρι πριν βάλουν τα νήματα στην ανέμη. Αυτή η διαδικασία ήταν το «ψύσιασμα» και υπήρχε η προκατάληψη ότι η διαδικασία του «ψυσιάσματος» δεν μπορούσε να γίνει ημέρα Τρίτη ούτε όταν είχε πανσέληνο, χωρίς όμως η ίδια να γνωρίζει ποιος ήταν ο λόγος που υπήρχε αυτός ο περιορισμός. Μετά την ολοκλήρωση της πιο πάνω διαδικασίας μπορούσαν να ξεκινήσουν να υφαίνουν στη «βούφα». Δουλάππιν (Αρχείο Μουσείου Κυπριακής Υπαίθρου) Αγρακτάς Ο αγρακτάς ήταν ανδρική εργασία και ήταν η δημιουργία σχοινιών από τα χοντρά υλικά κατεργασίας του λιναριού, από το «στουππίν» δηλαδή, το οποίο αναφέρθηκε παραπάνω. Στη συνέντευξη που παραχώρησε ο Κύπρος Κουντούρης4 στη γράφουσα, περιέγραψε με πολύ παραστατικό τρόπο τους άντρες να κάθονται έξω από το καφενείο της εκκλησίας της Κατωκοπιάς τους χειμερινούς μήνες και να κρατά ο καθένας από ένα αγρακτά για να φτιάξουν σχοινιά. Η γλαφυρή περιγραφή του κ. Κουντούρη περιλάμβανε και τη διαδικασία κατασκευής των «φορτωμάτων», χοντρών σχοινιών, τα οποία έφτιαχναν δυο ή και τρεις άντρες που έμπλεκαν τα σχοινιά μεταξύ τους. Πέρα από τα σχοινιά, τα «στουπιά» τα χρησιμοποιούσαν οι σακάδες και με αυτά έφτιαχναν τα ταγάρια, τα σακιά και τα δισάκια5 που χρησιμοποιούσε ο κόσμος της υπαίθρου στις καθημερινές του ασχολίες. Το Λινάρι (Μέρος 2ο) 1 ΑΠΠ, Αρ. Μητρώου 1363, Κατωκοπιά 10, Π. Χαραλάμπους, 22.1.1992 2 Κύπρος Κουντούρης, «Το κόψιμο του λιναρκού: μια παράδοση αιώνων», Περιοδικό Αγρότης, Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Λευκωσία 2000, Τεύχος 405, σ. 20-23. Προσωπική Συνέντευξη στην Ποταμιού 29.10.2017 3 ΑΠΠ, Αρ. Μητρώου 1781, Κατωκοπιά 13, Λ.Σώζου, 6.5.1992 4 Προσωπική Συνέντευξη Κύπρου Κουντούρη στην Ποταμιού, 29.10.2017 5 ΑΠΠ, Αρ. Μητρώου 1326, Κατωκοπιά 8, Α. Κωνσταντίνου, 22.1.1992

RkJQdWJsaXNoZXIy MTUzMzM1NQ==