Αγρότης, τεύχος 482

45 A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 2 1 / T E Υ Χ Ο Σ 4 8 2 ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ «Κοιλάδα Ποταμού Μαρούλλενας» Περιοχή του Δικτύου Natura 2000 Μαριλένα Αδαμίδου Τεχνικός Περιβάλλοντος Τμήμα Περιβάλλοντος Η περιοχή «Κοιλάδα Ποταμού Μαρούλλενας» ανήκει στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000. Καταλαμβάνει έκταση 72 εκταρίων και βρίσκεται περίπου 25 χιλιόμετρα από το κέντρο της Λευκωσίας. Εντάσσεται διοικητικά στις κοινότητες Κλήρου, Καλού Χωριού Ορεινής και Μαλούντας, ενώ εφάπτεται και στα σύνορα της κοινότητας Αγίου Επιφανίου. Ο ποταμός Μαρούλλενα πηγάζει από τις βόρειες κορυφές του Τροόδους ανάμεσα στα χωριά Παλαιχώρι (δυτικά) και Φαρμακάς (ανατολικά), και ρέει προς βορρά συμβάλλοντας στον ποταμό Ακάκι, ο οποίος είναι παραπόταμος του Σερράχη, εκβάλλοντας τελικά στον Κόλπο της Μόρφου στα βορειοδυτικά της Κύπρου. Στο τοπίο της κοιλάδας του ποταμού παρατηρείται πλούσια ποικιλομορφία, αφού εκεί απαντώνται διαφορετικά οικολογικά συστήματα. Υπάρχουν χαράδρες με μεγάλα μήκη και πετρώματα, ενώ σε άλλους χώρους είναι πιο έντονο το στοιχείο της κοίτης του ποταμού με την παραποτάμια βλάστηση. Αλλού υπερισχύει το στοιχείο των αγροτικών καλλιεργειών σε συνδυασμό με τη φυσική βλάστηση, ενώ στην περιοχή περιλαμβάνεται και το φράγμα της Κλήρου. Η κοιλάδα φιλοξενεί 13 είδη θηλαστικών, 12 είδη ερπετών, 3 είδη αμφιβίων και 122 είδη πτηνών, πολλά από τα οποία είναι είτε σπάνια ενδημικά είτε απειλούμενα. Αρκετά από αυτά προστατεύονται βάσει των Ευρωπαϊκών Οδηγιών των Οικοτόπων και των Πτηνών. Η περιοχή εντάχθηκε στο Δίκτυο Natura 2000 για να προστατευθεί το πολύτιμο και απειλούμενο φυσικό της περιβάλλον. Τα βασικά χαρακτηριστικά της περιοχής για τα οποία εντάχθηκε στο Δίκτυο είναι οι δέκα οικότοποι και τα τρία είδη πανίδας τα οποία ανήκουν στο Παράρτημα Ι και ΙΙ αντίστοιχα, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τη Διατήρηση των Φυσικών Οικοτόπων. Δύο από τους οικότοπους, ο 5220* με κύριο χαρακτηριστικό το φυτό Ziziphus lotus και ο 6220* που αποτελείται από ψευδοστέπες με αγροστώδη και μονοετή φυτά, καθώς και δύο από τα είδη πανίδας, το κυπριακό νερόφιδο και το κυπριακό φίδι, χαρακτηρίζονται ως είδη προτεραιότητας και τελούν υπό αυστηρή παρακολούθηση. Στην περιοχή παρατηρείται μεγάλος αριθμός ειδών χλωρίδας, περιλαμβανομένων ειδών όπως το πεύκο (Pinus spp.) , η αροδάφνη (Nerium oleander) , η ιτιά (Salix alba) , o μέρικoς (Tamarix) , η κονναρκά (Ziziphus lotus) , η μοσφιλιά (Crataegus azarolus) , το μαζίν (Sarcopoteriumspinosum) , το θυμάρι (Thymus capitatus) και πολλά άλλα. Η μορφολογία και η φυσικότητα της κοιλάδας παρέχει σημαντικά ενδιαιτήματα για πολλά είδη ζώων και πτηνών. Ένα παράδειγμα είναι ο οικότοπος 5220*, ο οποίος έχοντας κύριο χαρακτηριστικό το φυτό Ziziphus lotus, προσφέρει γλυκούς καρπούς (κόνναρα), τα οποία αποτελούν τροφή τόσο για τα ζώα και τα πουλιά όσο και για τον άνθρωπο. Τα αγκάθια στους βλαστούς του θάμνου αποτελούν αμυντικό μηχανισμό του φυτού έναντι των φυτοφάγων ζώων, ενώ πουλιά φτιάχνουν τις φωλιές τους στους ψηλότερους βλαστούς, και άλλα ζώα όπως ερπετά κρύβονται στη βάση του θάμνου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο οικότοπος 8220* με τα πυριτικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση, τον οποίο συναντούμε κατά μήκος της κοιλάδας και ο οποίος αποτελεί καταφύγιο και ενδιαίτημα τόσο για ερπετά και τρωκτικά όσο και για αρπακτικά είδη ορνιθοπανίδας. Σημαντικά είναι, επίσης, και τα γεωμορφώματα της περιοχής ηλικίας 65 εκατομμυρίων χρονών, τα οποία ανήκουν στην κρητιδική ηλικία και αποτελούν πόλο έλξης για γεωλόγους και ερευνητές. Όλοι οι οικότοποι ανεξαιρέτως, απειλούνται από την ξηρασία και την κλιματική αλλαγή. Κύρια και άμεση, όμως, απειλή είναι ο άνθρωπος. Κακές συνήθειες όπως αυτή του ανάμματος φωτιάς σε ακατάλληλους χώρους στη φύση, η καταπάτηση και το ξερίζωμα ειδών χλωρίδας, η ανεξέλεγκτη απόρριψη αποβλήτων και η χρήση μη αδειοδοτημένων φυτοπροστατευτικών προϊόντων μειώνουν σε μεγάλο βαθμό τις ωφέλειες που προσφέρει η βιοποικιλότητα τόσο στη φύση όσο και στον ίδιο τον άνθρωπο. Τα χαρακτηριστικά είδη πανίδας για την ένταξη της περιοχής στο Δίκτυο Natura 2000 αφορούν το κυπριακό νερόφιδο *Natrix natrix cypriaca και το κυπριακό φίδι *Hierophis cypriensis , καθώς και τη φρουτονυχτερίδα Rousettus aegyptiacus . Λόγωτουότι ηΚύπροςέμεινεαπομονωμένηγιαεκατομμύρια χρόνια από τις γειτονικές ηπείρους, πολλά από τα ερπετά της εξελίχθηκαν σε τοπικές ποικιλίες (υποείδη). Ένα από αυτά τα υποείδη είναι και το κυπριακό νερόφιδο που αποτελεί κυπριακή ποικιλία ενός κεντροευρωπαϊκού είδους. Στην περιοχή περιλαμβάνονται μερικές από τις λίγες γνωστές θέσεις εξάπλωσης του είδους, με τον δεύτερο μεγαλύτερο πληθυσμό του είδους στην περιοχή του Τροόδους. Στην Κοιλάδα του Ποταμού Μαρούλλενας το νερόφιδο έχει μαύρο χρώμα, ενώ σε άλλες περιοχές με διαφορετικό υψόμετρο και κλίμα έχει χρώμα γκριζωπό ή ανοικτό χρώμα με σκούρες κηλίδες. Το κυπριακό νερόφιδο φθάνει περίπου στο ένα μέτρο μήκος και είναι δεινός κολυμβητής, τρέφεται με βατράχια και κάποιες φορές με ψάρια. Δεν έχει δηλητήριο και δεν δαγκώνει, και στην παρουσία ανθρώπων τρέπεται σε φυγή. Απειλή για το κυπριακό νερόφιδο είναι ο άνθρωπος επειδή το φοβάται και το σκοτώνει. Ο άνθρωπος αποτελεί και έμμεση απειλή διότι ρυπαίνει τον ποταμό με σκουπίδια και με τη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων χωρίς την καθοδήγηση γεωπόνου και ελευθερώνει ξενικά υδρόβια είδη τα οποία το ανταγωνίζονται για τροφή. Το κυπριακό φίδι (Coluber cypriensis) τρέφεται με σαύρες, φίδια, βάτραχους, έντομα και άλλα αρθρόποδα. Αναγνωρίζεται από το λεπτοκαμωμένο του σώμα και τον άσπρο δακτύλιο γύρω από το μάτι και, ενώ είναι χερσαίο είδος, ζει κοντά στο νερό όπου βρίσκει πιο εύκολα τροφή. Είναι ενδημικό είδος της Κύπρου, είναι σπάνιο και κινδυνεύει άμεσα με αφανισμό όπως και το κυπριακό νερόφιδο. Δεν έχει δηλητήριο και αν απειληθεί βασίζεται στη μεγάλη ταχύτητά του για να διαφύγει. Κινδυνεύει από τον άνθρωπο, από την ανεξέλεγκτη και λανθασμένη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και από τα απόβλητα που απορρίπτονται στη φύση. Το τρίτο χαρακτηριστικό είδος της περιοχής αφορά τη φρουτονυχτερίδα Rousettus aegyptiacus (νυχτοπάππαρος), η οποία τρέφεται μόνο με ώριμα και υπερώριμα φρούτα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTA5NDYxNw==