Κυπριακές ποικιλίες ελιάς (Olea europea L.)

Κ Υ Π Ρ Ι Α Κ Ε Σ Π Ο Ι Κ Ι Λ Ι Ε Σ Ε Λ Ι Α Σ 26 (κωδικοί 16 και 3 αντίστοιχα) και ήταν η πιο διακριτή από αυτές που αναγνωρίστηκαν στη ΣΓΥΕ (Εικόνες 5 και 6; Πίνακες 2 και 3). Το γεγονός ότι το υπό μελέτη γενετικό υλικό προέρχεται από κλωνική επιλογή της «Λαδοελιά» καθιστά απολύτως λογικό και αναμενόμενο ότι το 84% των καταχωρήσεων της ΣΓΥΕ αντιστοιχούν σε αυτή την ποικιλία. Τονίζεται ότι οι μοριακοί δείκτες UDO99-024 και GAPU 59 διαχώρισαν με επιτυχία τις τρεις ποικιλίες που αναγνωρίστηκαν στη ΣΓΥΕ, χωρίς περαιτέρω διάκριση της ενδοποικιλιακής ποικιλομορφίας. Ως εκ τούτου, η χρήση τους προτείνεται για την ταυτοποίηση/διάκριση μεταξύ των τριών αυτών ποικιλιών με αναφορά στον Εθνικό Κατάλογο Ποικιλιών. Συνοψίζοντας, η συνδυασμένη χρήση μορφολογικών και μοριακών δεικτών επέτρεψε τον καθορισμό τριών διακριτών ποικιλιών και 15 γενετικών παραλλαγών στη ΣΓΥΕ, με περιορισμένη γενετική και καθόλου μορφολογική ποικιλομορφία μεταξύ καταχωρήσεων της ίδιας ποικιλίας. Η παρουσία γενετικών παραλλαγών δεν αποτελεί νέο δεδομένο αφού έχει αναφερθεί και σε παραδοσιακές ποικιλίες ελιάς άλλων χωρών, όπου γενετική ποικιλομορφία πιθανόν να συσσωρεύεται μέσω μεταλλάξεων σε αγενώς πολλαπλασιαζόμενα αιωνόβια δένδρα ελιάς (Charafi et al., 2008; Khadari et al., 2008; Muzzalupo et al., 2010; Soleri et al., 2010; Díez et al., 2011; D’Imperio et al., 2011; Trujillo et al., 2014; Chalak et al., 2015). Τα παραπάνω αποτελέσματα και η διασταύρωσή τους με τη βάση δεδομένων της ΠΤΓΥΕ της Κόρδοβα έδωσαν τη δυνατότητα για την απόδοση ποικιλιακών ονομάτων σε όλες τις καταχωρήσεις της ΣΓΥΕ (Πίνακας 1), αλλά και για τον εντοπισμό νέων πιθανών συνώνυμων. Η πρώτη και η τρίτη ποικιλία (Πίνακας 1) φάνηκε να μην ταιριάζουν με οποιαδήποτε καταχώρηση της ΠΤΓΥΕ της Κόρδοβα μη προερχόμενη από την Κύπρο. Για την πρώτη ποικιλία, αντιπροσωπευόμενη από τις καταχωρήσεις Κίτι, Κλήρου 2, Κάτω Δρυς και Κάτω Δρυς 1, στη βάση των υφιστάμενων καταχωρήσεων της ΣΓΥΕ δόθηκε το όνομα «Κάτω Δρυς», αφού δυο από τις τέσσερις καταχωρήσεις αυτής εντοπίστηκαν στην περιοχή του χωριού Κάτω Δρυς της επαρχίας Λάρνακας. Για την τρίτη ποικιλία, που αντιπροσωπεύεται από μια μοναδική καταχώρηση, επίσης χωρίς περαιτέρω πληροφορίες πέραν της περιοχής προέλευσής της (χωριό Κοράκου της επαρχίας Λευκωσίας), υιοθετήθηκε το τοπωνύμιο («Κοράκου») ως όνομα για την ποικιλία αυτή.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTA5NDYxNw==