Κυπριακές ποικιλίες ελιάς (Olea europea L.)

17 Κ Υ Π Ρ Ι Α Κ Ε Σ Π Ο Ι Κ Ι Λ Ι Ε Σ Ε Λ Ι Α Σ 3.3. Χαρακτηρισμός και αναγνώριση της Συλλογής Γενετικού Υλικού Ελιάς του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών 3.3.1. Εισαγωγή Οι μορφολογικές, αγρονομικές και γενετικές διαφορές μεταξύ των καταχωρήσεων της ΣΓΥΕ, οι οποίες θεωρούνταν κλωνικό υλικό της ποικιλίας «Λαδοελιά», σύμφωνα με τις μελέτες των Gregoriou (1996, 1999) και Banilas et al. (2003), σε αρκετές περιπτώσεις ήταν μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες. Αυτό ήγειρε το ερώτημα αν όλες οι καταχωρήσεις της ΣΓΥΕ ανήκουν στην ποικιλία «Λαδοελιά» ή αν υπάρχουν καταχωρήσεις που ανήκουν σε άλλη ποικιλία. Επιπλέον, βάσει των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν την πιστοποίηση πολλαπλασιαστικού υλικού ποικιλιών οπωροφόρων, η Κυπριακή Δημοκρατία δημιούργησε τον Εθνικό Κατάλογο Ποικιλιών Οπωροφόρων στον οποίο ενέταξε και την ελιά. Τα παραπάνω κατέστησαν ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη διενέργειας συστηματικού χαρακτηρισμού του ντόπιου γενετικού υλικού της ΣΓΥΕ, καθώς και την εφαρμογή ενημερωμένων πρωτοκόλλων για την ποικιλιακή αναγνώριση, σχεδιασμένων για την ελιά. Για τον σκοπό αυτό, οι Trujillo et al. (2014) καθιέρωσαν ένα πρωτόκολλο με συνδυασμένη χρήση μορφολογικών και μοριακών δεικτών. Το πρωτόκολλο αυτό εφαρμόστηκε για τον ποικιλιακό χαρακτηρισμό και αναγνώριση της ΠΤΓΥΕ της Κόρδοβα στην Ισπανία και δημιούργησε μια ευρεία βάση δεδομένων, πλήρως αξιοποιήσιμη για τη διασταύρωση δεδομένων μεταξύ διαφορετικών Συλλογών Γενετικού Υλικού Ελιάς (Trujillo et al. 2014). Επιπλέον το πρωτόκολλο αυτό υιοθετήθηκε από το Διεθνές Ελαιοκομικό Συμβούλιο ως το πρωτόκολλο επιλογής για τον ποικιλιακό χαρακτηρισμό και την αναγνώριση του γενετικού υλικού ελιάς των Συλλογών Γενετικού Υλικού Ελιάς του Δικτύου του Διεθνούς Ελαιοκομικού Συμβουλίου (Rallo et al., 2018). Μεταξύ διαφόρων πρωτοκόλλων μορφολογικού χαρακτηρισμού που έχουν εφαρμοστεί στην ελιά, έχει επικρατήσει η συστηματική χρήση δενδροκομικών μοτίβων που περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό χαρακτήρων του δένδρου, του φύλλου, του ελαιόκαρπου και του ενδοκαρπίου (Barranco et al. 2000, 2005). Το παραπάνω πρωτόκολλο έχει υιοθετηθεί από τη Διεθνή Ένωση Προστασίας Νέων Φυτικών Ποικιλιών (UPOV, 2011) και ακολούθως από το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών (CPVO, 2012). Οι μορφολογικοί χαρακτήρες του ενδοκαρπίου ξεχωρίζουν για τη μεγαλύτερη διακριτική τους ικανότητα και την περιορισμένη διακύμανση από χρονιά σε χρονιά και από περιοχή σε περιοχή. Επίσης τα ενδοκάρπια μπορούν να διατηρηθούν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTA5NDYxNw==