ΚΑΡΜΙ Νυν και αεί

ΜΕΡΟΣ Α 93 και Μπογαζιού . Οι τόποι πλέον ήταν γνώριμοι σε μας και δεν χορταίναμε να κοιτάζουμε δεξιά και αριστερά , για να δούμε τι άλλαξε . Περάσαμε το τούρκικο χωριό Αγύρτα και είδαμε τον δρόμο αριστερά που οδηγεί στον Άγιο Ιλαρίωνα . Προτεραιότητά μας ήταν να πάμε στο Κάρμι . Κατηφορίσαμε το Μπογάζι και ξεπρόβαλε μπροστά μας η πανέμορφη και αγαπημένη μας Κερύνεια . Η καρδιά μας κόντευε να σπάσει από τη συγκίνηση αλλά και τη λύπη συνάμα , για την αδικία που βιώνουμε . Είδαμε να ξεφυτρώνουν μιναρέδες εδώ και εκεί σαν να είμαστε κάπου αλλού , μη θέλοντας να πιστέψουμε στα μάτια μας . Σε δύο λεπτά βρεθήκαμε να κατηφορίζουμε την οδό Ελλάδος που ήταν εντελώς αλλιώτικη μιας και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από Τούρκους . Σε όλα τα μπαλκόνια κυμάτιζαν κόκκινες τουρκικές σημαίες , που μας φανέρωναν τα εθνικιστικά τους φρονήματα τονίζοντας την ύπαρξή τους και φανερώνοντας έτσι το μίσος και την έχθρα που έτρεφαν εναντίον μας . Νιώθαμε σαν ξένοι στον ίδιο μας τον τόπο , σαν πουλιά που τους χάλασαν τη φωλιά τους . Ο φόβος , η σύγχυση και η αγωνία ταυτόχρονα κυριαρχούσαν στα πρόσωπά μας και σχολιάζαμε τα πάντα από όπου περνούσαμε , τα οποία μας ξυπνούσαν αναμνήσεις και βιώματα εκείνα τα καλά χρόνια πριν την εισβολή και την κατοχή . Διασχίσαμε με αναστεναγμούς και λύπη την Κερύνεια και μπήκαμε ήδη στον Άγιο Γεώργιο . Τόποι γνωστοί και αγαπημένοι , τόποι δικοί μας , που δε στέγνωσε ακόμα ο ιδρώτας μας εκεί στη γη που μας γέννησε . Περάσαμε τα καφενεία του Γιώργου του Πίστου και του Νικολή του Κακανάγιωτου και στο πρώτο στρίψιμο δεξιά φάνηκε μπροστά μας το σπίτι της συζύγου μου Κούλλας Ευγενίου απέναντι από τα σπίτια του Όμηρου Μορφάκη και του Σάββα Κκολή . Σταματήσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη έξω από το σπίτι μας , σαν χαμένοι και συγχυσμένοι νιώθοντας ξένοι στο ίδιό μας το σπίτι . Αποφασίσαμε και κτυπήσαμε την πόρτα του σπιτιού μας . Τα συναισθήματά μας δεν περιγράφονται . Λύπη , θυμός , αγανάκτηση , μίσος . Ανοίγει η πόρτα και μας υποδέχεται σαν να ήταν η νόμιμη ιδιοκτήτης του σπιτιού , μια Τουρκάλλα Λεμεσιανή με τον σύζυγό της επίσης Λεμεσιανό . Αμέσως μετά εμφανίστηκαν και οι δύο τους κόρες , που όπως μας είπαν γεννήθηκαν στο σπίτι μας . Μιλούσαν σπασμένα ελληνικά σε βαθμό κατανόησης . Μας είπαν ότι μας περίμεναν και ότι ήθελαν πολύ να μας γνωρίσουν . Μας πρότειναν να περάσουμε μέσα και να μας κεράσουν καφέ . Εμείς το αρνηθήκαμε αυθόρμητα , ίσως από αμηχανία για την αδικία που αντικρίζαμε , να μας κερνάνε οι άρπαγες κατακτητές εμάς τους ιδιοκτήτες και αρκεστήκαμε να μιλήσουμε μαζί τους , για να ακούσουμε και τις δικές τους απόψεις . Μας είπαν πως δεν ξέρουν πού

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0