ΚΑΡΜΙ Νυν και αεί

ΜΕΡΟΣ µ 189 ΟΙ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΖΗΣΑ ( Της Μαρίας Ανδρέου Σιαηλή ) Ξεφυλλίζοντας αυτό το βιβλίο και μελετώντας το μέσα από τα άρθρα του , ένιωσα ότι έζησα έστω και φανταστικά λίγο σε αυτόν τον παράδεισο που ονομάζεται Κάρμι . Περπάτησα κι εγώ στα στενά του δρομάκια , μύρισα τις ευωδίες των λουλουδιών του , θαύμασα τον τόπο και τον τρόπο που είναι κτισμένο , γνώρισα τους ανθρώπους του , έμαθα τα ήθη , τα έθιμά του , βίωσα αμυδρά την εισβολή και ένιωσα τον πόνο των κατοίκων , όταν έχασαν τη γη τους , τον τόπο που γεννήθηκαν . Θυμάμαι ήταν Δευτέρα του Πάσχα το 2003, όταν μας επέτρεψαν οι Τούρκοι εισβολείς να περάσουμε τα οδοφράγματα και να πάμε να επισκεφθούμε τους τόπους μας . Γεννημένη σε μια οικογένεια που μου εμφύσησε βαθιά το συναίσθημα της προσφυγιάς , ανυπομονούσα να πάω έστω και σαν τουρίστρια στα χωριά των γονιών μου . Η εμπειρία αυτή χαράχτηκε ανεξίτηλα μέσα μου και θα μείνει βαθιά χαραγμένη μέχρι τέλους . Καταιγισμός συναισθημάτων με κατέκλυσε καθώς περιμέναμε στην ουρά για την απέναντι « όχθη », λες και βρισκόμαστε σε ξένο τόπο και περιμέναμε να δείξουμε τις ταυτότητές μας για να κριθούμε ικανοί να περάσουμε τον έλεγχο . Κι όμως αυτή ήταν η πικρή αλήθεια . Καταντήσαμε τουρίστες στην ίδιά μας την πατρίδα . Μόλις λοιπόν περάσαμε τα οδοφράγματα με το αυτοκίνητο , το οποίο οδηγούσε ο πατέρας μου , αντικρίσαμε τη φιγούρα του Κεμάλ Ατατούρκ του αρχηγού των Νεότουρκων , που είχε βάλει στόχο να εξευρωπαΐσει την Τουρκία . Ξάφνου η περιέργειά μου έγινε οργή στην αδικία που υπέστη το νησί μας . Ως οπαδός της δικαιοσύνης , η οργή , η αγανάκτηση και το μίσος πρωτοστάτησαν στο πνεύμα και στην ψυχή μου . Κοίταζα σαν τουρίστρια δεξιά κι αριστερά από το παράθυρο του αυτοκινήτου , τους αδικοχαμένους τόπους μας . Οι γονείς μου συντετριμμένοι με κομματιασμένη την καρδιά προσπαθούσαν να μας εξηγήσουν τι βλέπαμε . Είμαι σίγουρη ότι η καρδιά τους ράγισε για δεύτερη φορά . Φτάσαμε στο σπίτι της μάνας μου στον Άγιο Γεώργιο της Κερύνειας . Στο θέαμα της εφήβου κόρης της Τουρκοκύπριας ντυμένης με μαγιό που ζει στο σπίτι μας και ήταν έτοιμη να πάει θάλασσα 100 μέτρα από το σπίτι μας , με έζωσε το αίσθημα της ζήλιας και του θυμού . Ένιωσα πως μου έκλεψε τη ζωή . Μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση της και να χαιρόμουν την αμμουδιά τόσο κοντά στο σπιτικό μας . Θυμάμαι που η τουρκοκύπρια ένοικος του σπιτιού μας , μας επέτρεψε να μπούμε στο σπίτι μας . Η μια τραγικότητα διαδεχόταν την άλλη . Μπήκαμε στο δωμάτιο της μητέρας μου και αντικρίσαμε ένα μεγάλο ξύλινο ερμάρι . Ήταν δικό μας , εκεί αγέρωχο και στητό για να τους θυμίζει ότι είναι κλέφτες και ζουν σε κλεμμένη περιουσία . Στο εσωτερικό του ερμαριού , μας έδειξε η μητέρα μου χαραγμένα από το χέρι του μακαριστού παππού μου , τα πέντε ονόματα των μελών της οικογένειάς της . Ήταν τόσο εύθραυστη η ατμόσφαιρα , που ξεσπάσαμε σε κλάματα σιγανά , για να μην προκαλέσουμε την Τουρκοκύπρια και μας πετάξει έξω .

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0