Αγρότης, τεύχος 480

A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 2 0 / T E Υ Χ Ο Σ 4 8 0 65 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ζυγίζει τα κρεμμύδια. Σε ερώτησή μου εάν θυμάται να δούλεψε και για τον μεγάλο γαιοκτήμονα της εποχής, τον Γεώργιο Ματσούκη απάντησε ότι πήγε για δύο μέρες στα αμπέλια του, όμως μετά της ανακοίνωσαν ότι δεν υπήρχε δουλειά και έφυγε. Ο Γεώργιος Ματσούκης ήταν μεγάλος γαιοκτήμονας της επαρχίας Πάφου ο οποίος νοικίαζε με ειδική συμφωνία τη γη της Αποικιακής Κυβέρνησης στην Αχέλεια, στα Κούκλια και στους Ορείτες και καλλιεργούσε διάφορα γεωργικά προϊόντα. Μεταξύ άλλων, καλλιεργούσε μεγάλες εκτάσεις λινάρι και δημιούργησε ένα από τα πρώτα ιδιωτικά εργοστάσια λιναριού στην Κύπρο τις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αιώνα, πρώτα στα Μανδριά και έπειτα στη Γεροσκήπου. Λόγωμετακίνησης και πάλι της οικογένειάς της αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στην Αρχιμανδρίτα. Εκεί θυμάται τη θεία της να την παίρνει στο Κτήμα για να της ετοιμάσουν «τα χαρτιά της Συντεχνίας» για να μπορεί να δουλέψει. Αφού παρουσίασε τα χαρτιά της τους βρετανούς αποικιοκράτες, η γιαγιά Μαρούλλα έπιασε δουλειά στο αεροδρόμιο Πάφου όπου αρχικά φόρτωνε πέτρες από τα «πότιμα» χωράφια για να γεμίζουν τα αυλάκια. Μετά δούλεψε στη μεγάλη μηχανή που έσπαζε τις πέτρες. Στο αεροδρόμιο που δούλευε υπήρχαν πολλοί Ελληνοκύπριοι (άνδρες και γυναίκες), Άγγλοι και Ινδοί. Μου ανέφερε μια περίπτωση που ήταν άρρωστη και λιποθύμησε στη δουλειά και ένας Ινδός έτρεξε και της πρόσφερε τσάι για να συνέλθει. Λόγω του νεαρού της ηλικίας της και με δεδομένες όλες τις προκαταλήψεις που υπήρχαν την τότε εποχή, πανικοβλήθηκε και το έβαλε στα πόδια. Στην ερώτησή μου πώς ήταν η ζωή με τους θείους της, η αυθόρμητη απάντησή της ήταν «κόρη μου η μάνα είναι μάννα του ουρανού, αν δεν έχεις την μάνα σου τίποτα δεν έχεις». Η ζωή με τους θείους ήταν πολύ σκληρή, δούλευε από μικρό παιδί και τα χρήματά της τα έπαιρναν οι θείοι. Θυμάται χαρακτηριστικά τη θεία της, την ημέρα της πληρωμής της, που περίμεναν όλοι οι εργάτες στη σειρά να τους πληρώσει ο «κασιέρης», να στέκεται δίπλα της, να απλώνει το χέρι και να παίρνει αυτή το μεροκάματο. Συχνά της έλεγαν «φτάνει που σου δίνουμε στέγη και φαγητό τι άλλο θέλεις; Έπρεπε να σε πετάξουμε από την αρχή στους δρόμους». Δεν την άφησαν ποτέ να κρατήσει έστω και μικρό μέρος των χρημάτων που έπαιρνε. Επιπλέον, προσπαθούσε να εργάζεται τη νυχτερινή βάρδια στο αεροδρόμιο που ήταν 1,5 σελίνι το ημερομίσθιο αντί μισό που ήταν κατά τη διάρκεια της μέρας για να αυξήσει το εισόδημά της, όμως οι θείοι της τα έπαιρναν όλα. Θυμήθηκε με παράπονο μια περίπτωση που πήγε στον καφενέ του χωριού το Πάσχα (υπήρχε η παράδοση το Πάσχα και τη Δευτέρα του Πάσχα να πηγαίνουν και οι νεαρές γυναίκες στον καφενέ του χωριού) με τις συνομήλικές της και δεν είχε χρήματα να κεράσει όπως κερνούσαν οι άλλες και ντράπηκε πολύ. Πέρα από το γεγονός ότι όλη μέρα ξενοδούλευε από μικρό παιδί σε δουλειές επίπονες, τη νύχτα που έπεφτε για ύπνο η θεία της την ξυπνούσε για να φτιάξει πλεκτά τα οποία πουλούσαν. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας μου είπε αρκετές φορές τη φράση: «Έπεφτα το βράδυ να κοιμηθώ και παρακαλούσα κόρη μου να μην ξαναξημερωθώ». Στα δεκαεννιά της οι θείοι της την πάντρεψαν με έναν «απόστρατο» όπως χαρακτηριστικά είπε η ίδια από τον Στατό και εγκαταστάθηκε στη Γεροσκήπου. Μετά τον γάμο της δεν ξενοδούλεψε ποτέ γιατί ο σύζυγός της δεν την ήθελε να δουλεύει. Φύτευε φακές, σησάμια, ρεβίθια, φασόλια και κρεμμύδια για να έχουν επιπλέον εισόδημα και κατόπιν καρότα τα οποία πουλούσαν σε όλη την Κύπρο. Επίσης, ήταν από τους πρώτους που φύτεψαν μπανάνες στην Κύπρο. Είχε εφτά παιδιά να θρέψει και επιπλέον τα πεθερικά της, για αυτό και πολλές φορές δεν έφτανε το φαγητό για όλους. Οι φακές και τα φασόλια δεν ήταν αρκετά και έτσι έτρωγαν μόνο ελιές και ντομάτες για να ξεγελούν την πείνα τους. Η γιαγιά Μαρούλλα, εκτός των άλλων δουλειών που έκανε στη ζωή της, για να ενισχύσει το προς το ζην της οικογένειάς της υπήρξε και «γητεύτρια του κακού». Ήταν ξακουστή στη Γεροσκήπου και όχι μόνο για τις ικανότητές της να «βγάζει τον φόβο» με τον παραδοσιακό τρόπο. Αυτό, όμως, ήταν ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο και ήδη είχε αρχίσει να κουράζεται για αυτό και δεν μπήκαμε σε λεπτομέρειες. Η γιαγιάΜαρούλλα είναι μια γυναίκα που έζησε τις δύσκολες εποχές της κυπριακής υπαίθρου στις αρχές του 20 ου αιώνα μέσα στη φτώχεια και την εκμετάλλευση ανήλικων ως εργατικού προσωπικού. Η ζωή της ήταν σκληρή και δύσκολη και όπως η ίδια, στο τέλος της συνέντευξης, συνόψισε την κατάσταση στο εξής: «Κόρη μου, διάβασα κάπου ότι για να πας στον παράδεισο πρέπει να έχεις γεμάτο το εισιτήριό σου με πόνο και κακουχίες. Εμένα σίγουρα είναι πολύ γεμάτο το εισιτήριο μου. Εγώ κόρη μου είμαι έτοιμη….» Τις ιδιαίτερες ευχαριστίες μου στην πρώην Αντιδήμαρχο Γεροσκήπου κα Χαρίκλεια Σαρίκα που με τόση προθυμία με βοηθά στην έρευνά μου αφιερώνοντας αρκετό από τον προσωπικό της χρόνο για να βρει τα κατάλληλα άτομα και να με συνοδεύσει στις συνεντεύξεις. Επίσης, ευχαριστώ θερμά τα δύο παιδιά της γιαγιάς Μαρούλλας Κλεουβούλου, κυρία Νιόβη και κύριο Χρίστο, που μου επέτρεψαν να επισκεφθώ τη γιαγιά Μαρούλλα, και συνέβαλαν στη συνέντευξη.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0