ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ & ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 44ο

Εθνική Φρουρά & Ιστορία 78 σπαθί στο δεξί χέρι κράτησε για λίγα λεπτά τη θέση του περικυκλωμένος από Βυζαντινούς. Οι άλλοι Γενίτσαροι που τον είδαν εμπνεύστηκαν από το θάρρος του και όρμησαν με περισσότερη λύσσα κατά των υπερασπιστών. Ο γιγαντιαίος Γενίτσαρος κάρφωσε τη σημαία του Ισλάμ στα τείχη της Βασιλεύουσας των χριστιανικών πόλεων. Σύντομαοι αμυνόμενοι ανασυντάχτηκαν και με ομοβροντία από βέλη, πέτρες και ακόντια έριξαν κάτω τους τριάντα Γενιτσάρους και κύκλωσαν τον Χασάν. Με κόκκινα μάτια από την ένταση της μάχης του επιτέθηκαν, τον γονάτισαν και στην κυριολεξία τον κομμάτιασαν. Τα ελάχιστα λεπτά που άντεξε όμως ήταν αρκετά για ακόμη περισσότερους Γενιτσάρους να σκαρφαλώσουν στα τείχη. Η μάχη είχε πλέον κριθεί. Ο Σουλτάνος που παρακολουθούσε πιά από κοντά τη μάχη, ενώ είχε σηκώσει το χέρι να σημάνει υποχώρηση, είδε με το έμπειρο μάτι του την αναταραχή στις γραμμές των υπερασπιστών. Τότε αντί για υποχώρηση έδωσε εντολή όλες οι δυνάμεις του να πέσουν στο σημείο εκείνο. Σαν πλημμυρίδα χιλιάδες άνδρες άρχισαν να εισβάλλουν στον θύλακα που ο Σουλτάνος τους υπέδειξε. Οι αμυνόμενοι υποχώρησαν υπό το βάρος του αριθμού των επιτιθεμένων. Σε ένα τέταρτο 30.000 Οθωμανοί ανέβηκαν στα τείχη. Τώρα όλοι ούρλιαζαν απόκοσμα και έσφαζαν όποιον συναντούσαν. Η Πόλις Εάλω . Η Πόλις Εάλω . Η υποχώρηση έγινε πλέον πανικός. Πύλη Αγίου Ρωμανού, πρωινό 29 Μαΐου 1453.... Το πρόσωπο του Αυτοκράτορα είχε μεταβληθεί σε μια μάσκα πόνου. Δεν πίστευε και ο ίδιος πόσο γρήγορα και ξαφνικά ανατράπηκε η κατάσταση. Οι Οθωμανοί έμπαιναν πλέον από παντού. Μέσα στον πανικό και τον χαμό ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν αδύνατον να κάνει το παραμικρό. Έστρεψε το πρόσωπο του προς τα πίσω. Έβλεπε από ψηλά την αγαπημένη του πόλη να ψυχορραγεί. «Όλα τελείωσαν λοιπόν» , σκέφτηκε και πρόσταξε την φρουρά του να αποχωρήσει. Κανείς τους όμως δεν έφυγε. Ήταν περίπου 300 άνδρες. Αφού κοιτάχθηκαν όλοι μεταξύ τους, αποφάσισαν και έμειναν και οι 300 εκεί. Ο ίδιος με ψυχραιμία κατέβηκε από τα τείχη κι αφού ανέβηκε στο άλογό του, το κλώτσησε στα πλευρά για να καλπάσει. Τον συνόδευαν οι καλοί του φίλοι, ο Ιωάννης Δαλματός, ο Δον Φρανσίσκο ντε Τολέδο, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Καντακουζηνός. Ο Θεόφιλος τον προέτρεψε να φύγει και να σωθεί. «Δεν φεύγω» , είπε. «Η Πόλη μου πεθαίνει και μαζί της θα πεθάνω και εγώ» . Ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, ο Αυτοκράτορας της Βασιλεύουσας, ο τελευταίος Αυτοκράτορας των Ελλήνων, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Ξεθήκωσε το σπαθί του και όρμησε. Πίσω του οι σύντροφοί του έκαναν το ίδιο. Όπως η φωτιά καίει τα δάση, έτσι και ο Κωνσταντίνος θέριζε τους Γενιτσάρους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0