ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ & ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 44ο

75 Τουλάχιστον αν πέθαιναν πάνω στη μάχη από το σπαθί των «απίστων», θα πήγαιναν στον παράδεισο, όπου τους περίμεναν τα πιλάφια και οι παρθένες του Προφήτη τους. Η τεράστια τάφρος είχε γεμίσει με νεκρούς ατάκτου. Μετά από τρεις ώρες μάχης σώμα με σώμα, οι Βασιβουζούκοι διατάχτηκαν να υποχωρήσουν. Οι υπερασπιστές ούρλιαζαν από χαρά και ενθουσιασμό. Οι πανοπλίες, τα πρόσωπα, τα μαλλιά τους ήταν κατακόκκινα από το αίμα των Τούρκων. Οι απώλειές τους ήταν σχετικά ελάχιστες. Όμως τα χέρια τους βάραιναν επικίνδυνα. Είχαν κουραστεί από το μακέλεμα των Οθωμανών. Τότε νέο κύμα επίθεσης ξεκινούσε. Τη θέση των ατάκτων, μετά από τρεις ώρες μάχης, έπαιρνε τώρα ο τακτικός στρατός των Οθωμανών. Αμέτρητες σειρές από Αλοφατζήδες, Καρίπηδες, Δελήδες, Μποσταντζήδες και φυσικά Σπαχήδες εφορμούσαν προς τα τείχη. Ήταν ξεκούραστοι και ήθελαν να αποδείξουν ότι δίκαιαανήκανστοντρομερόστρατότουΣουλτάνου. Απότηνάλληοι υπερασπιστές άρχιζαν να καταβάλλονται από την κούραση. Και ο Σουλτάνος δεν τους άφησε ούτε λεπτό για να ξεκουραστούν. «Κουράγιο αδέρφια» , βροντοφώναξε ο Αυτοκράτορας από τα τείχη. «’Ό,τι έπαθαν οι προηγούμενοι, θα πάθουν και αυτοί» . Και πράγματι έτσι έγινε. Επί τρεις ώρες οι υπερασπιστές έκοβαν το νήμα της ζωής των χιλιάδων Οθωμανών στρατιωτών. Τρεις ώρες μάχης σώμα με σώμα, που εάν υπολογίσουμε και τις προηγούμενες, συνολικά οι υπερασπιστές των τειχών πολεμούσαν έξη ώρες αδιάκοπα. Έξη ώρες να σηκώνουν και να κατεβάζουν συνέχεια ένα βαρύ σπαθί και να μακελεύουν. Η κούραση άρχισε να τους καταβάλλει. Κι οι απώλειες αυτήν την φορά ήταν μεγάλες. Γλυκοχάραζε και η πεδιάδα του Λύκου ήταν τώρα ένας λασπότοπος γεμάτος αίματα και χιλιάδες πτώματα. Ο Σουλτάνος άρχισε να νιώθει άβολα μπροστά στην προοπτική της αποτυχίας. Η Πόλη απέναντί του όχι μόνο άντεξε, αλλά και διέλυσε μεγάλο μέρος του στρατού του. Διέταξε και το δεύτερο κύμα να υποχωρήσει και έστρεψε το κατασκότεινο πρόσωπό του προς τον Αγά των Γενιτσάρων, που στεκόταν πίσω και αριστερά του. Θα τα έπαιζε όλα για όλα. Οι Γενίτσαροι ήταν έτοιμοι να εφορμήσουν. Όλοι στα τείχη βαστούσαν την ανάσα τους. Οι Γενίτσαροι έτρεχαν σκυφτοί. Κοίταζαν μόνο μπροστά. Δεν φώναζαν, ούτε ούρλιαζαν όπως οι προηγούμενοι. Το θεωρούσαν υποτιμητικό. Απλά έτρεχαν. «Αυτοί είναι οι τελευταίοι, αδέρφια μου» , φώναξε ο αυτοκράτορας από ψηλά. «Κρατήστε τις θέσεις σας, μην λιγοψυχάτε τώρα» . Ήταν μόνο Τρακόσιοι

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0