Άδοντας και υμνώντας τα κυπριακά δασικά δέντρα

Ίνταλοης καταδέχουνται δίχα να το σκεφτούσιν, τζαι σύρνουν τα ποτσίαρα όπου τζι αν ιβρεθούσιν; Τα γρόνια που γρειάζουνται για να γενεί ένα δάσος, χαμένα πάσιν μονομιάς πο ’ναν μοιραίο λάθος. Γιατί μέσα στα σπίθκια τους χαμέ ποττέ εν τα σύρνουν, αλλά μες τα ττεψάκια τους προσεκτικά τα σβήνουν; Εν λυπηρό που εν νιώθουν τα δάση σαν δικά τους, που τά’πεψεν ο Πλάστης μας με τα πολλά καλά τους. Ποιον άλλον τέθκοιον αγαθόν έπεψεν ο Θεός μας, που μανιχά διά καλά τζαι θέλει το καλό μας; Ο άδρωπος γρειάζεται εις τη ζωή να έσιει νερόν, αέρα τζαι φαΐν... δίχα τους εν αντέχει. Αν έσιεις δίπλα σου δεντρά πολλά τζαι τα προσέχεις, ούλλα τα πιο πάνω καλά ολόγρονα θα έσιεις. Θα τρως φαΐ που τους καρπούς, θά’σιεις τζαι οξυγόνον, βροσιές που φέρνουσι νερά... χαρκέστ’εν τούτα μόνον; Μες τον σιειμώνα βράζουν μας στην τσιμινιάν τα ξύλα, τζαι το κατακαλότζαιρο οσσιάν διούν τα φύλλα. Κτίζουμε πράματα πολλά αν έχουμε ξυλείαν, έπιπλα, σπίθκια ένα σωρόν, μεγάλην ποικιλίαν. Σκεφτείτε τώρα, πέτε μου, ποιον αγαθόν στη γη μας, oύλλην του την ψυσιή διά για την καλοζωή μας; Δίχα πολλά να μας ζητά, θκιά μας τζαι τη ζωή του, παρακαλά μας μανιχά ν’ακούμεν τη φωνή του. Παρακαλά μας νά’χουμεν τον νου μας νύχταν-μέραν, φωθκιές να μεν ανάφτουμε με δυνατόν αέραν. Μια σπίθα ένει αρκετή να κρούσει ένα δάσος, τζι ένα τσιάρον άσβηστον, μιάλο θα κάμει λάθος. Εχάσαμεν τους θησαυρούς πού΄χαμε στην Καντάραν, ο Τούρκος τους εκούρσεψεν πού’ρτε σαν την κατάραν. Τζαι καρτερούμεν ούλλοι μας να πάμε πάλε πίσω, να ζωντανέψουν τα βουνά να ζωντανέψ’ η νήσος. Ομως εν κρίμα τζι άδικον που το δικό μας σιέρι, να κρούζουσιν τα δάση μας που εν έχουσιν ταίρι. Δίχα δεντρά έννα κρούσουμεν, τζαι ούλλοι έννα διψούμεν, έννα γενούμεν έρημος τζι έννα καταστραφούμεν. Τα δάση μας του Μασιαιρά, της Πάφου, του Τροόδους, εν θησαυρός αμύθητος σγιαν το Σταυρό τ’Ομόδους. Αφήστε τα να ζήσουσιν, δίχα να μας φοούνται, τζαι όσοι εν πάνω στο νησί που τον Θεόν καλούνται: Να γλέπουσιν, να σιέπουσιν τα δάση τούντου τόπου, πον’ δημιούργημα Θεού, μα χτήμα του αδρώπου, που πρέπει να τα αγαπά, να τα προσέχει πάντα, να ζήσουν να τα σιαίρουνται, γενιές σιίλιες σαράντα. - 23 -

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0