Άδοντας και υμνώντας τα κυπριακά δασικά δέντρα

Γιατί, στετέ μου, ίντα ’σιεις τζαι κλαίει η ψυσιή σου; Πε μου να δω, ίντα ’παθες τζαι τρέμει η φωνή σου; Όπου δικλίσω, κόρη μου, τα μάθκια μου δακρύζουν, γιατί θωρώ τους άσκεφτους τα δέντρα ν’αφανίζουν. Κόφκουν τα, κατακρούζουν τα, κατάφτις για που λάθος. Πρόοδον ονομάζουν την, τζαι την βουρούν με πάθος. Στετέ μου, ξέρω τα τζι εγιώ, ακούω τα τζαι θωρώ τα, τζαι τα δεντρά που λείφκουσιν κλαίω τα τζαι θρηνώ τα. Τζείντα δεντρά της Τζύπρου μας, τα ενδημικά στα δάση, που ΄ρκουνται οι ξένοι να τα δουν τζι εμείς με κρύο με βράση, μοναδικά στο είδος τους, πάσιν ν’αφανιστούσιν που την αδιαφορία μας, ό,τι τζι αν μας λαλούσιν. Τα κέδρα πον’ μοναδικά μέσα στο Δάσος Πάφου, ένει προστατευόμενα. Πρέπει ούλλοι να το μάθουν. Μα πέ μου για εσύ, στετέ, ίντα θελες που μένα τζι εφώναξες μου γλήορα νάρτω κοντά σε σένα; Έθελα μιαν παραντζιελιάν, κόρη μου, να σου δώσω, τούτον τον πεύκον της αυλής έθελα γιώ να σώσω. Μά έκατσεν η καρτούλλα μου στον τόπο της τζι εχάρη που είδα πώς ισκέφτεσαι, τζι ακούω με καμάρι. Αν ούλλοι εσκεφτούμαστεν έτσι μες τούντον τόπον, ήτουν να εν παράδεισος δίχα καθόλου κόπον. Στετέ μου, μείνε ήσυχη. Τίποτε μεν φοάσαι. Για τα δεντρά του κήπου μας τίποτε μεν λυπάσαι. Ξέρω το τζι αγνωρίζω το, που σένα εν φοούμαι. Μ’άμα δικλίσω στο βουνόν έννα φυρτώ χαρκούμαι. Ήτουν σιιλιάες τα δεντρά, που πάν’ως κάτω δάση τζαι χόρτανε το μάτι σου τη πράσινην την πλάση. Δίκλα τωρά, ποσιέπασε, μετράς τα έναν-έναν, με του σιερκού τα δάκτυλα, τζι αν περισσεύκει έναν. Πε μου την, την παραντζιελιά να την αποστηθίσω, να την λαλώ τζι εγιώ παντού τον κόσμον να τον πείσω. Τούντα δεντρά που στέκουνται τόσες δεκάδες γρόνια, γλέπετε σαν τα μάθκια σας τζαι δώστε τα στ’αγγόνια. Ένει μνημεία ζωντανά, σημάθκια τούντου τόπου, δείγνουσιν τζαι την ομορφκιάν τζαι την καρκιάν τ’αδρώπου. Να δώσετε στ’αγγόνια σας κληρονομιάν τα δάση, το 3000 (τρεις σιιλιάες) άμαν μπεί ναν’ πράσινη η πλάση. Στετέ μου, μιαν υπόσχεσην δώρον έννα σου κάμω, τούντην γρουσή παραντζιελιάν τραούδιν έννα φκάλω. Να τραουδούν γέροι τζαι νιοί, παππούες τζαι αγγόνια, τζι ο τόπος μας ναν’ πράσινος για εκατοντάδες γρόνια. - 19 -

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0