Άδοντας και υμνώντας τα κυπριακά δασικά δέντρα

Η Παραντζιελιά (Ιανουάριος 1999) Έλα, κορού μου, να σου πω λλίο να σου συντύχω πριχού να έρτει η ώρα μου, τζι ύστερις ν’ αποτύχω. Δως μου, στετέ μου, θκυό λεπτά, τα δέντρα να ποτίσω, τζαι το τζυπαρισσούδι μου λλίο να το δροσίσω. Που να ’σιεις τες ευκούλλες μου, κορούα μου, να ζήσεις, παιδκιά τζι αγγόνια να χαρείς, πολλά να ευτυσιήσεις. Για τες εφτζιές σου ευκαριστώ, στετέ μου, που μου βάλλεις, μα πάνω σ’άνεμο γιατί; Ίντα ’καμα τζι εχάρεις; Τζείνος ο πεύκος πον΄ ποτζεί μες τη γωνιάν του κήπου, ξέρεις ποιος τον εφύτεψεν; Ίντα αιώνας ήτουν; Τότε που ’μουν εφτά γρονών, τζαι πάλε ήτουν θηρίον, είπεν μου ο προπάππος μου: «Ο πεύκος εν μνημείον.» Έβαλεν τον ο πάππος του, ο τζύρης του τζυρού του, τζαι γράφουνται οκτώ γενιές στο πάχος του κορμού του. Ανάγιωσε μας ούλλους μας, παππούες τζαι αγγόνια, τζαι κλαίει η ψυσιή μου άμα θωρώ τον κόσμο τούντα γρόνια. - 18 - Κέδρος

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0