Αγρότης, τεύχος 477

A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 1 9 / T E Υ Χ Ο Σ 4 7 7 60 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ πυκνές, σφηνοειδείς λεπίδες από πυριτόλιθο στην κάτω επιφάνεια. Τα λίθινα τμήματα σταδιακά αντικαταστάθηκαν από ανάλογα μεταλλικά, ενώ οι προσπάθειες να καθιερωθεί το σύστημα των κατά μήκος διατεταγμένων ξυραφιών στη «δουκάνη», που επικρατούσε στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, απέτυχαν. «Δουκάνη» ή «αδοκάνα» (Συλλογή Μουσείου Κυπριακής Υπαίθρου) Το εργαλείο προσδενόταν στον ζυγό με μία ξύλινη «κατσούνα» και σερνόταν από τα υποζύγια πάνω στα απλωμένα σιτηρά. Κατά την κίνηση και με την προσθήκη βάρους (στη «δουκάνη» καθόταν ο ίδιος ο γεωργός για να καθοδηγεί τα ζώα), οι λίθινες λεπίδες τεμάχιζαν τα στάχυα και διαχωριζόταν το άχυρο από τον σπόρο. Για την αποτελεσματικότερη σύνθλιψη των σιτηρών απαιτούνταν η ανά τακτά χρονικά διαστήματα ανάδευση του «μαλάματος», του καρπού δηλαδή, και των στελεχών με καρπολόγια, τα γνωστά ως «θερνάτζια», ενώ, παράλληλα, ο χώρος σκουπιζόταν με «σαρκές», σάρωθρα κατασκευασμένα, συνήθως, από δέσμες θυμαριού, ώστε να μην υπάρξει η παραμικρή απώλεια της σοδιάς. Μέχρι την ολοκλήρωση της εργασίας η οποιαδήποτε βλασφημία ήταν απαγορευμένη, καθώς θεωρούνταν πως θα προκαλούσε την οργή του Θεού και συνεπώς, κακοτυχία. «Θερνάτζι» και «ξυλόφτυαρο» (Συλλογή Μουσείου Κυπριακής Υπαίθρου) Όταν τελείωνε το αλώνισμα, τα άχυρα συλλέγονταν και μεταφέρονταν στον αχυρώνα, ενώ το «λιώμα», ο αναμεμειγμένος, δηλαδή, καρπός με λεπτότερο άχυρο και φλοίδες, συγκεντρωνόταν σε επιμήκη σωρό, το «λαμνί(ν)». Πριν την έναρξη του λιχνίσματος, αν ο σωρός θα παρέμενε εκτεθειμένος στο ύπαιθρο, για να προστατευθεί από τη βασκανία, τοποθετείτο σε αυτόν ένας ξύλινος σταυρός, που λειτουργούσε αποτρεπτικά, ένας κλώνος ελιάς, περιττώματα των βοδιών, έθιμο, μάλλον, με αποτροπαϊκό χαρακτήρα, και μια πέτρα, για να είναι ο σπόρος των σιτηρών βαρύς όσο αυτή. Λίχνισμα και κοσκίνισμα Μετά από την εξασφάλιση και σε αυτήν την περίπτωση της απαραίτητης άδειας από τον «μεμούρη», εντεταλμένο από τη Διοίκηση υπάλληλο που αναλάμβανε την επίβλεψη της διαδικασίας για την τήρηση των σχετικών με τη φορολόγηση της παραγωγής κανονισμών, ακολουθούσε το λίχνισμα ή «ανέμισμα», εργασία που απαιτούσε ταχύτητα και πολλά χέρια, αλλά, κυρίως, ευνοϊκούς, θαλάσσιους ανέμους. Οι «ανεμιστάδες» παρατάσσονταν σε σειρά πάνω στον σωρό, με τον άνεμο να φυσά πλευρικά και πετούσαν με «ξυλόφτυαρα» και «θερνάτζια» ψηλά το «λιώμα» 3 . Ο καρπός διαχωριζόταν με τον τρόπο αυτό από τα «κόντυλα» και ως πιο βαρύς έπεφτε στο έδαφος, ενώ το άχυρο το έπαιρνε ο άνεμος και μαζευόταν σε έναν δεύτερο σωρό. Με την ολοκλήρωση του λιχνίσματος, ο τελευταίος «ανεμιστής», αφού σχημάτιζε το σημείο του σταυρού στον συγκεντρωμένο καρπό, κάρφωνε το «ξυλόφτυαρό» του στον σωρό για να τον προστατέψει, σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, από τον φθόνο. Η συνήθεια αυτή, παρόλο που συνοδευόταν από το ιερότερο χριστιανικό σύμβολο, παραπέμπει στις μαγικές πρακτικές του «καρφώματος» και του καταδέσμου ως μέσα για την αποτροπή κάποιου «κακού» ή την πρόκληση βλάβης στους εχθρούς, και αποδεικνύει για μία ακόμη φορά τις ιστορικές καταβολές των κυπριακών εθίμων. Ένα δεύτερο στάδιο της διαλογής της σοδειάς προέβλεπε το κοσκίνισμα των σιτηρών για να απομακρυνθούν τυχόν ακαθαρσίες, όπως οι πέτρες, το χώμα και οι σπόροι ζιζανίων. Το «αρβάλιασμα», όπως είναι γνωστό στον κυπριακό χώρο, αποτελούσε καθαρά γυναικεία εργασία και πραγματοποιούνταν με τη χρήση ειδικών κόσκινων, των ρεμονιών ή «αρβαλιών», που κατασκευάζονταν από δέρμα ή λαμαρίνα και έφεραν μεγάλου μεγέθους οπές, ανάλογες, πάντα, του καρπού. «Αρβάλι» (Συλλογή Μουσείου Κυπριακής Υπαίθρου) 3 Αρχικά η διαλογή γινόταν με δίκρανα, τα γνωστά ως «χάλια», αλλά κατά τη διάρκεια της εργασίας, που απομακρυνόταν το άχυρο και αποκτούσε μεγαλύτερο βάρος ο σπόρος, οι «ανεμιστάδες» άλλαζαν εργαλεία. Χρησιμοποιούσαν τα «θερνάτζια» και στο τελευταίο στάδιο τα «ξυλόφτυαρα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0