Αγρότης, τεύχος 477

25 A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 1 9 / T E Υ Χ Ο Σ 4 7 7 ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ σκοπό αυτό καθιερώθηκε ο Χρόνος Ημίσειας Ζωής (Deg- radation Time 50% , DT 50 ) ως ο απαιτούμενος χρόνος μείωσης στο μισό της αρχικής τιμής της συγκέντρωσης ενός φαρμάκου στο έδαφος. Ο χρόνος αποδόμησης των διαφόρων φαρμάκων στο έδαφος είναι ετερογενής, αφού ορισμένα φάρμακα αποδομούνται μέσα σε λίγες ώρες, ενώ σε άλλα η διάσπασή τους μπορεί να διαρκέσει έτη. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η διάσπαση των φαρμάκων στο έδαφος ενέχει δυσμενείς μακροχρόνιες επιπτώσεις για το περιβάλλον, με κίνδυνο ακόμη τη δημιουργία νέων χημικών ουσιών (μεταβολιτών) στο έδαφος μεγαλύτερης περιβαλλοντικής τοξικότητας από τις πρόδρομες ουσίες, αλλά και μεταβολιτών μεγαλύτερης ευκινησίας στο εδαφικό υπόστρωμα ή και μεγαλύτερης ανθεκτικότητας σε περαιτέρω διάσπαση. Πώς επηρεάζεται ο άνθρωπος από τη βιοσυσσώρευση των δραστικών ουσιών στο περιβάλλον; Πέρα από τις επιπτώσεις στους υδρόβιους και χερσαίους οργανισμούς, η είσοδος των ΚΦΠ στο περιβάλλον επηρεάζει σημαντικά και την υγεία του ανθρώπου. Η βιοσυσσώρευση δραστικών ουσιών στο περιβάλλον καταλήγει στον άνθρωπο μέσω της κατανάλωσης φυτικών προϊόντων που φέρουν εδαφικούς ρύπους, της κατανάλωσης ψαριών και προϊόντων ζωικής παραγωγής, τα οποία περιέχουν κατάλοιπα μέσω της τροφικής αλυσίδας και λόγω της πόσης επιφανειακού και υπόγειου νερού στο οποίο διοχετεύονται οι δραστικές ουσίες. Τα αντιμικροβιακά φάρμακα, ιδιαιτέρως, κυρίως λόγω της αυξημένης τους κτηνιατρικής χρήσης, αποτελούν σημαντικό κίνδυνο για τη διαταραχή της ισορροπίας των οικοσυστημάτων. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ανασταλτική τους δράση έναντι των μικροοργανισμών που αποτελούν βασικούς συντελεστές αποδόμησης οργανικής ύλης και ως εκ τούτου της ανακύκλωσης των θρεπτικών στοιχείων. Πρέπει να σημειωθεί ότι από όλα τα ΚΦΠ που χρησιμοποιούνται ευρέως για την καταπολέμηση ασθενειών των ζώων, τα αντιβιοτικά είναι τα φάρμακα τα οποία απορροφούνται λιγότερο από το πεπτικό σύστημα των ζώων με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο ποσοστό συγκέντρωσης της δραστικής ουσίας να απεκκρίνεται αμετάβλητο από τα κόπρανα και τα ούρα. Δεδομένου δε ότι τα απόβλητα των ζώων συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στη συμπληρωματική λίπανση του εδάφους ως μια πολύ κοινή πρακτική μεταξύ των διαφόρων χωρών, o κίνδυνος διείσδυσης των αντιβιοτικών στο περιβάλλον καθίσταται ιδιαίτερα ορατός και ακόμη περισσότερο λόγω της προβλεπόμενης ανάπτυξης της μικροβιακής αντιβιοαντοχής [Sarmah κ.ά. 2006]. Συγκεκριμένα, μελέτες των Heuer and Smalla (2007) κατέδειξαν ότι η εφαρμογή στο έδαφος κοπριάς χοίρων στους οποίους χορηγήθηκανθεραπευτικέςδόσειςσουλφαδιαζίνης, οδήγησε στην εμφάνιση ανθεκτικών μικροβίων στο έδαφος [Heuer και Smalla, 2007]. Επιπρόσθετα, οι Hughes κ.ά. (2006) μελέτησαν την πρόσληψη ΚΦΠ από τον άνθρωπο μέσω της τροφής και του νερού, καταγράφοντας ότι η συγκέντρωση πρόσληψης σε σχέση με τις ουσίες που μελετήθηκαν, ήταν κατά 20% μικρότερη από την τιμή της Αποδεκτής Ημερήσιας Πρόσληψης (Acceptable Daily In- take, ADI) , ευνοώντας έτσι την ανάπτυξη αντιβιοαντοχής. Από τις ουσίες που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη αυτή, οι ουσίες: αλμπενταζόλη, δελταμετρίνη, φθορφενικόλη, μεδροξυπρογεστερόνη, τυλοσίνη, διυδροστρεπτομυκίνη, σαλινομυκίνη, τολτραζουρίλ και νιτροξινιλίνη , κρίθηκαν ως οι πλέον επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία [Hughes κ.ά. 2006]. Υπολογίζεται ότι είναι χιλιάδες τα φάρμακα που καταναλώνονται παγκόσμια, με αυξητική τάση κάθε χρόνο κυρίως λόγω της σύνθεσης νέων χημικών μορίων με σκοπό την αντικατάσταση των παλιών. Επιπλέον, το μέγεθος της φαρμακευτικής ρύπανσης διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα, με αποτέλεσμα να χρειάζονται συστηματικοί περιβαλλοντικοί έλεγχοι εκτίμησης της επικινδυνότητας, ανά περιοχή, λόγω της μεταβλητότητας των ποσοτήτων χρήσης. Σε παγκόσμια κλίμακα, έρευνες έδειξαν ότι η κατανάλωση φαρμακευτικών ουσιών ανέρχεται σε περισσότερο από 100.000 τόνους ετησίως, ενώ η χρήση τους ποικίλλει μεταξύ των διαφόρων κρατών. Μόνο στη Γερμανία, το 2001, καταμετρήθηκαν 50.000 εγκεκριμένα φάρμακα εκ των οποίων τα 2.700 κατείχαν το 90% της συνολικής κατανάλωσης η οποία αντιστοιχούσε σε 900 διαφορετικές δραστικές ουσίες, δηλαδή 38.000 τόνους δραστικών ουσιών [Kummerer 2004]. Οι επιστήμονες σε παγκόσμια κλίμακα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και επισημαίνουν ότι η υπερβολική κατανάλωση φαρμάκων μπορεί να αποβεί επιζήμια για τον άνθρωπο, είτε λόγω της άμεσης έκθεσής του σε αυτά, είτε έμμεσα μέσω του περιβαλλοντικού αποτυπώματος που αυτά αφήνουν. Οι βασικοί άξονες περιορισμού του προβλήματος αυτού αφορούν στην ανάπτυξη περιβαλλοντικής συνείδησης με την υιοθέτηση της «πράσινης φαρμακευτικής πρακτικής», την καθιέρωση σωστών στρατηγικών ελέγχων για τη διαχείριση της χρόνιας οικοτοξικότητας και την αποτίμηση της περιβαλλοντικής θεώρησης στη διαχείριση των κινδύνων. Η εδραίωση δύο σημαντικών Ευρωπαϊκών Κατευθυντηρίων Οδηγιών Το 2000 ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (European Medicines Agency, EMA) και η Επιτροπή για τα Κτηνιατρικά Φαρμακευτικά Προϊόντα (Committee for Veterinary Me- dicinal Products, CVMP) προχώρησαν στην αποδοχή δύο Κατευθυντήριων Οδηγιών όπως αυτές διατυπώθηκαν από τον Οργανισμό της Εναρμόνισης των Κτηνιατρικών Φαρμακευτικών Προϊόντων (International Cooperation on Harmonisation of Technical Requirements for Registra- tion of Veterinary Medicinal Products, VICH) με σκοπό την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τα ΚΦΠ. Οι Οδηγίες αυτές που καθορίζουν τον βαθμό έκθεσης, την πιθανή δράση και τις επιπτώσεις από τη χρήση των ΚΦΠ, είναι η CVMP/VICH Topic GL6 [Ecotoxicity Phase I - Guide- line on Environmental Impact Assessment (EIAs) for Vet- erinary Medicinal Products - Phase I (2000)] , γνωστή ως Φάση Ι και η CVMP/VICH Topic GL38 [ Guideline on Envi- ronmental Impact Assessment for Veterinary Medicinal Products - Phase II (2005) ], γνωστή ως Φάση ΙΙ . Η Μελέτη Εκτίμησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Environmental Impact Assessment, EIA) από τη χρήση των δραστικών φαρμακευτικών ουσιών ή/και των εκδόχων τους, πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα δεδομένα που απαιτούνται από τις κατευθυντήριες Οδηγίες: Φάση Ι (GL6) ή και Φάση ΙΙ (GL38) για την/τις δραστική/ές ουσία/ες του σκευάσματος και σε καμία περίπτωση παρόμοιες ή συγγενείς ουσίες. Τέλος, σύμφωνα με τις Οδηγίες αυτές, η συνολική εκτίμηση του κινδύνου υπολογίζεται από τον λόγο της Προβλεπόμενης Περιβαλλοντικής Συγκέντρωσης (Predicted Environmen- tal Concentration, PEC) προς την Προβλεπόμενη Χωρίς Επιπτώσεις Περιβαλλοντική Συγκέντρωση (Predicted No Environmental Concentration, PNEC) της δραστικής ουσίας στο περιβάλλον [VICH 2000].

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0