HTML

63 Για τους σημερινούς παππούδες που δεν είχαν την ευκαιρία να τα ζήσουν... «...την ώρα που φεύκαμεν που τον γιατρόν τζιαμαί δίπλα είσσιεν έναν μπακάλικο τζι ετράβησέν με η μάνα μας που το σσιέριν τζιαι τρυπώσαμεν μέσα, μα έν τζιαι πουλούσαν φαγιά τζιαι πορικά, ήτουν γεμάτον παιχνίθκια ποτζείνα που παίζουσιν τα κοπελούθκια στην πόλην. Τα ππιριλιά ήτουν μες' τες κάσσιες, ίσσιεν τζιαι γαλατερά, τζιαι κίττους, τζιαι σσιρίλλες, ασγούρες, μιτσιές τζιαι μιάλες, ούλλες χρωματιστές. Οι μεγάλες εν είχαν σσινίν ρε Μιχάλη αλλά έναν πράμαν που το ετσίλλας τζιαι εγυρίζαν μόνες τους. Αυτοκίνητα μιτσιά, εκούντας τα τζιαι ετζιλούσαν πάνω στους τροχούς. Είσιεν κούκλες για τες κορούες, ούλλες ντυμένες με το νυφικόν παντές ήτουν να παντρευτούν. Στρατιωτούθκια πολλά με το όπλον πας τον νώμον, άλογα, αεροπλανούθκια, τραινούθκια. Τούτα ούλλα ήταν πίσω που τες γυάλλες. Είσιεν τζιαί πετάσσια, μα τα δικά μας εν καλύττερα, νταγιατίζουν πιο πολλά. Μάππες, μαππούες, εποθάμμασα λαλώ σου! Ρε Μιχάλη, εν αμαρτία ρε που εποθάμμασα; - Όι ρε Αντρίκκο έννεν αμαρτία. Άτε άνου πάνω τωρά τζιαι πήαινε τάισ' τες όρνηθες τζιαι βάρτες να τζοιθκιάσουν, μεν τα περιμένουμεν ούλλα που τη μάνα μας.» Καθώς σηκώθηκε ο μικρός έβαλε το χέρι στην τσέπη του κοντού παντελονιού του και πήρε κάτι. «Ρε αρφέ την ώραν που ήτουν να φύουμεν τζείνος ο μπακκάλης έδωκεν μου μιαν σσιρίλλαν. Έτην. Να σου την δώκω να μου την φυλάξεις;» Και στο πέρασμα από το ένα χέρι στο άλλο απόμεινε η γυαλιστή σφαίρα να μοιάζει ένας κόσμος που γυρίζει...

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0