HTML

8 Ως επίλογος «Να σας ζήσει. Να σας ζήσει.» Και δώστου χαμόγελα, αγκαλιές, φιλιά. Με την ευχή να θέλει να ξορκίσει τον μεγάλο φόβο. Για τις μοίρες που θα ‘ρχοντουσαν να το μοιράνουν. Ήταν άλλες εποχές, όπου η θνησιμότητα σε μονάδες - κατά πως τις μετράμε σήμερα - ήταν μεγάλη. Ευλογία Θεού ήταν τα παιδιά. Με τη χρησιμότητα στο πίσω μέρος του μυαλού. «Γιατί το κορίτσι θέλει προίκα, κάλλιο δυο χέρια δυνατά στης γης το όργωμα, να κουβαλούν πηλό, να φτιάχνουν πλίνθους για το κτίσιμο.» Μοιάζαν να μη σκέφτονται τα βάσανα να μεγαλώσεις τούτα τα παιδιά, ούτε τι μέλλον θα ’χαν. Λέγαν «κοντά στα άλλα, ένα πιάτο φαΐ, θα το βρει και τούτο.» Γιατί αυτό ακριβώς ήταν το πρώτιστο. Το πιάτο το φαΐ... Το μέλλον ήταν μακριά ακόμη, αλλά κι αυτό, κάπως θα το βόλευαν. Παραδουλεύτρα η κόρη, ράφταινα, και ο μικρός σαν παραγιός σε κάποιο συγγενή. Λίγα ανάμεσα σε λίγα, εκείνα που πιάνανε στο χέρι ένα βιβλίο... αυτά που θα πήγαιναν σχολείο, πιο δύσκολα ακόμα για σπουδές. Αυτά συνέβαιναν μονάχα στην πόλη. Τα ρούχα περνούσαν από κορμάκι σε κορμάκι, να κρύψουν τη γύμνια του, να το ζεστάνουν, τόσο που στο τελευταίο, 'μέναν δυο κουρελάκια να τα πλέξουν, να κάνουν μπάλα για να παίζουν. Ναι σίγουρα ήταν μια άλλη εποχή. Ότι δεν ξέρεις, δε σου λείπει. Κι εκείνοι, φτωχοί και κακομάζαλοι, δεν 'ξέραν. Με τον καιρό γερνάμε κι αρχίζουμε να λέμε... 'τότε εμείς...' Ξεχνάμε πόσες φορές δακρύσαμε από κούραση, από πίκρα για ό,τι μας έλειπε, για τη μοναδική, την εύκολη τιμωρία που ήταν το ξύλο, τις δυσκολίες ακόμα και για μια μπουκιά κουλούρι παραπάνω, την οικονομία στη λάμπα πετρελαίου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0