Αγρότης, τεύχος 476

A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 1 9 / T E Υ Χ Ο Σ 4 7 6 55 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ Η γεωργία στην Κύπρο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και ο φόρος της «δεκάτης» Στην πραγματικότητα, η πλειοψηφία του πληθυσμού ζούσε σε ένα καθεστώς κλειστής οικονομίας, συγκροτημένης σε αυτάρκεις παραγωγικές μονάδες οικογενειακού χαρακτήρα που κατέφευγαν στην ανταλλαγή αγαθών για την κάλυψη των αναγκών επιβίωσης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον συντηρητισμό των αγροτικών νοικοκυριών που στηρίζονται αποκλειστικά στις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής και που δύσκολα ξέφευγαν από το περιορισμένο φάσμα των πατροπαράδοτων καλλιεργειών, είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή και, με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς, μεταβολή του αγροτικού τομέα. Αν και η γεωργία παρέμεινε η ατμομηχανή της οικονομίας για αρκετές δεκαετίες μετά την έλευση των βρετανών αποικιοκρατών, οι συντονισμένες προσπάθειες που καταβάλλονταν για την εκβιομηχάνιση της παραγωγής έρχονταν, συχνά, αντιμέτωπες με τη δύναμη της συνήθειας και την εμμονή σε κοινωνικά και παραγωγικά σχήματα ριζωμένα στη συνείδηση του αγροτικού κόσμου. Η Σφραγίδες δεκάτης (Συλλογή Μουσείου Κυπριακής Υπαίθρου) κατασταση αυτή διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό, μέχρι και λίγο πριν από τα μέσα του 20ού αιώνα όταν, λόγω της παγίωσης της βιομηχανικής επανάστασης και των ραγδαίων οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων, η κυριαρχία του αγροτικού τομέα άρχισε σταδιακά να υποχωρεί. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, η οικονομία της επιβίωσης, που για εκατοντάδες χρόνια χαρακτήριζε την κυπριακή κοινωνία, αντικαταστάθηκε βαθμιαία από τον επιμερισμό της εργασίας, την εξειδίκευση και, κυρίως, από τον μηχανισμό της προσφοράς και της ζήτησης ως βασικές προϋποθέσεις της οικονομίας της αγοράς. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώθηκε, όπως ήταν φυσικό, παράλληλα και σε άμεση σχέση με τη μαζική μετακίνηση του πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα. Οι μεταβολές των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων που σημειώθηκαν, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα, επέφεραν την αντικατάσταση των παραδοσιακών γεωργικών πρακτικών με σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας. Όπως συνέβαινε στις περισσότερες περιοχές της ανατολικής Μεσόγειου, η κυπριακή οικονομία, έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην αγροτική παραγωγή. Ο πρωτογενής τομέας συγκέντρωνε το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού του νησιού. Ο φόρος της «δεκάτης» Για πολλούς αιώνες, από τους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας στην Κύπρο έως το πρώτο μισό της επόμενης ιστορικής περιόδου που τη διακυβέρνηση του νησιού ανέλαβαν οι Βρετανοί, η οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε προέβλεπε την επιβολή της «δεκάτης». Η «δεκάτη» ήταν ένας άμεσος φόρος που ισοδυναμούσε με το ένα δέκατο επί των συνολικών (ακαθάριστων) προσόδων της ετήσιας αγροτικής παραγωγής. Πάγια πρακτική του οθωμανικού κράτους αποτελούσε η εκμίσθωση του δικαιώματος είσπραξης φόρων από την πλευρά της Κυβέρνησης προς τους τοπικούς άρχοντες, γεγονός που αποσκοπούσεστονμετριασμό τωνπροβλημάτωνδιαχείρισης στο πλαίσιο της αχανούς αυτοκρατορίας. Από την πλευρά των Κυπρίων, ο υπολογισμός και η συγκέντρωση των φόρων βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών αρχόντων του νησιού έως το 1842, οπότε και διορίστηκαν κρατικοί αξιωματούχοι για τον σκοπό αυτό. Αμπούστα (Συλλογή Μουσείου Κυπριακής Υπαίθρου) Το φορολογικό σύστημα που κληροδοτήθηκε από την περίοδο της Τουρκοκρατίας διατηρήθηκε και από τους Άγγλους αποικιοκράτες, με τη διαφορά ότι, μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης «ενοικίασης» του νησιού, τα έσοδα καταβάλλονταν ως φόρος υποτέλειας για την αποπληρωμή των δανειστών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τους τουρκικούς τίτλους τους διατήρησαν και τα διοικητικά όργανα, που είχαν αναλάβει την εις είδος συγκέντρωση των οφειλών. Μετά την προσάρτηση της Κύπρου στη Βρετανική Αυτοκρατορία και την ανακήρυξή της ως αποικίας του Βρετανικού Στέμματος, η «δεκάτη» εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ μέχρι το 1926, όποτε και καταργήθηκε οριστικά. Τα έσοδα της Κυβέρνησης συμπληρώθηκαν με την έμμεση φορολόγηση άλλων, μονοπωλιακών κυρίως, προϊόντων. Έως το 1926, λοιπόν, με το κλείσιμο του κύκλου της καλλιέργειας των σιτηρών, ο γεωργός όφειλε να συμμορφωθεί με τους κανονισμούς φορολόγησης της παραγωγής και να προβεί στην επί τόπου μέτρηση των

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0