Αγρότης, τεύχος 476

28 A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 1 9 / T E Υ Χ Ο Σ 4 7 6 ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Οικολογία, διαχείριση και επιστημονική έρευνα για το κυπριακό αγρινό (Ovis gmelini ophion) Δρ Ελευθέριος Χατζηστερκώτης Λειτουργός Περιβάλλοντος Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών Το κυπριακό αγρινό είναι το μεγαλύτερο άγριο θηλαστικό της Κύπρου. Ζει στο Δάσος Πάφου και σε ορισμένες περιοχές του Δάσους Τροόδους. Αρκετές ενδείξεις δείχνουν ότι στο παρελθόν υπήρχε αφθονία αγρινών, τουλάχιστον σε όλες τις ορεινές και ημιορεινές περιοχές του νησιού. Είναι το εθνικό ζώο της Κύπρου και μεγάλος αριθμός Κυπρίων αλλά και ξένων, επισκέπτονται τον βιότοπό τους για να το γνωρίσει. Λόγω της μοναδικότητας, της απομόνωσης στην Κύπρο για χιλιάδες χρόνια, της εξέλιξης, της οικολογίας και άλλων παραγόντων, παρουσιάζει τεράστιο επιστημονικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Κατά διαστήματα το αγρινό έχει αποτελέσει πόλο έλξης προς την Κύπρο για επιστήμονες από πολλές χώρες, με σκοπό να το μελετήσουν. Στο επιστημονικό πεδίο που αφορά στα κυπριακά και ευρωπαϊκά αγρινά, από τις αρχές του 1990, έχουν διοργανωθεί πέντε παγκόσμια επιστημονικά συνέδρια, δύο από τα οποία στη Λευκωσία, το 1996 και το 2016. Συνοπτική παρουσίαση επιστημονικών μελετών για το κυπριακό αγρινό Η πρώτη επιστημονική μελέτη για το κυπριακό αγρινό αφορούσε στην ταξινόμησή του και δημοσιεύτηκε το 1829 στο Βερολίνο από τους Brandt and Ratzeburg. Οι εν λόγω επιστήμονες διαχώρισαν το κυπριακό αγρινό από τα άγρια πρόβατα της Κορσικής και της Σαρδηνίας και το κατέταξαν με τα άγρια πρόβατα της Περσίας και της Αρμενίας. To 1840 o E. Blyth παρουσίασε στη Ζωολογική Εταιρεία του Λονδίνου μελέτη για τα άγρια πρόβατα του κόσμου, στην οποία ονόμασε το κυπριακό αγρινό Ovis ophion και το άγριο πρόβατο της Αρμενίας και της Βόρειας Περσίας Ovis gmelini. Ακολούθησαν οι μελέτες αρκετών άλλων ερευνητών, όπως αυτή της δρος Fiona Maisels από τη Σκωτία, που από το 1983 μέχρι το 1985 μελέτησε τη διατροφή του αγρινού, αναλύοντας υπολείμματα φυτών στα κόπρανά του. Από το 1985 μέχρι το 1989, ως μέρος διδακτορικής διατριβής για το Πανεπιστήμιο McGill του Montreal Καναδά, ο γράφων παρέμεινε στον Σταυρό της Ψώκας μελετώντας τη βιολογία, οικολογία, διαχείριση και εξέλιξη των αγρινών. Στο πλαίσιο της διατριβής δημοσιεύτηκαν σε επιστημονικά περιοδικά και παρουσιάστηκαν σε παγκόσμια συνέδρια δεκάδες επιστημονικές εργασίες. Μεταξύ άλλων, οι μελέτες αφορούσαν στη διατροφή του αγρινού με την ανάλυση του περιεχομένου στομαχιών από ζώα που βρέθηκαν νεκρά στο Δάσος Πάφου και την παρακολούθηση ζώων κατά τη διάρκεια της βόσκησης. Μελετήθηκε, επίσης, η οστεοπαθολογία, οι ασθένειες, τα παράσιτα, οι λόγοι θνησιμότητας, η εποχιακή θνησιμότητα, οι μετακινήσεις με τη χρήση ραδιοπομπών, η αναπαραγωγή, οι διατροφικές ανάγκες και οι εποχιακές ελλείψεις σε θρεπτικά συστατικά στη διατροφή, με τη σύγκριση του πληθυσμού στο κέντρο και τις παρυφές του δάσους, κοντά σε γεωργικές καλλιέργειες. Έγινε, επίσης, ανάλυση της αιμοσφαιρίνης του αγρινού και διαπιστώθηκε ότι φέρει αιμοσφαιρίνη Β, και όχι αιμοσφαιρίνη Α που έχουν τα κατοικίδια πρόβατα ή αιμοσφαιρίνη Μ που έχουν τα αγρινά της Σαρδηνίας. Μια αξιόλογη μελέτη έγινε από τη δρα Μαρίνα Μιχαηλίδου- Καδή για την κοινωνιολογική και πολιτιστική σχέση του αγρινού με τον άνθρωπο σε συνάρτηση με την αειφόρο διαχείριση της άγριας ζωής στο Δάσος Πάφου. Η μελέτη παρουσιάστηκε στο 25 ο Παγκόσμιο Συνέδριο της Παγκόσμιας Ένωσης Βιοθηραματολόγων που έγινε το 2001 στη Λεμεσό και δημοσιεύτηκε στο έγκυρο διεθνές επιστημονικό περιοδικό European Journal of Wildlife Research. Πιο πρόσφατες μελέτες είναι αυτές που έγιναν το 2015 από τον δρα Χατζηστερκώτη και συνεργάτες από την Ιταλία, με την πρώτη ολοκληρωμένη ανάλυση μιτοχονδριακού DNA κυπριακού αγρινού. Η μελέτη αυτή επιβεβαίωσε ότι το αγρινό είναι μοναδικό ενδημικό υποείδος. Μοριακές μελέτες έγιναν, επίσης, και από άλλους Ιταλούς ερευνητές με τη συνεργασία του Ταμείου Θήρας. Η ανάγκη μελέτης του DNA του αγρινού έγινε επιτακτική τα τελευταία χρόνια, διότι μεταξύ επιστημόνων υπάρχουν διαφορές απόψεων για την ταξινόμηση των αγρινών της Κύπρου, της Κορσικής, της Σαρδηνίας, και αυτών της Μικράς Ασίας, της Αρμενίας και της Περσίας. Η ανεύρεση, μεταξύ οστών ζώων στις ανασκαφές στους νεολιθικούς οικισμούς της Χοιροκοιτίας και πιο πρόσφατα στην περιοχή Σιυλλουρόκαμπος κοντά στο χωριό Παρεκκλησιά, οστών που ανήκουν σε αγρινά οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα αγρινά τα έφεραν στην Κύπρο τη Νεολιθική Εποχή οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ως πρωτόγονο κατοικίδιο πρόβατο. Ως εκ τούτου, ορισμένοι ερευνητές θεώρησαν ότι τα αγρινά της Μεσογείου θα πρέπει να συμπεριληφθούν ταξινομικά μαζί με τα κατοικίδια πρόβατα Ovis aries . Αυτή η άποψη έρχεται σε αντιπαράθεση με τη μέχρι σήμερα άποψη ότι το αγρινό της Κύπρου είναι ενδημικό υποείδος που δεν σχετίζεται με τα κατοικίδια πρόβατα. Για να γεφυρωθεί αυτή η διαφορά απόψεων, αλλά και για να συζητηθούν και άλλα θέματα ταξινόμησης του γένους Ovis, το 2000 η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης, IUCN/SSC - Caprinae Specialist Group (Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για τα Αγρινά) οργάνωσε στην Άγκυρα της Τουρκίας συνέδριο εμπειρογνωμόνων. Δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ των παρευρισκομένων στην Άγκυρα και οι ειδικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για να αποφασίσουν χρειάζεται περισσότερη επιστημονική έρευνα. Οι Χατζηστερκώτης και συνεργάτες, σε εργασία για το DNA του κυπριακού αγρινού, των αγρινών της Σαρδηνίας και των κατοικίδιων προβάτων, αλλά και σειρά άλλων μελετών, έδειξαν ότι το κυπριακό αγρινό δεν έχει καμιά σχέση με τα κατοικίδια πρόβατα, είναι γνήσιο άγριο πρόβατο και δεν θα πρέπει να συμπεριληφθεί ταξινομικά με τα κατοικίδια. Τα πιο πάνω παρουσιάστηκαν το 2016, στο 6 ο Παγκόσμιο Συνέδριο για τα Ορεσίβια Οπληφόρα Θηλαστικά και στο 5 ο Παγκόσμιο Συμπόσιο για τα Αγρινά που έγινε στη Λευκωσία με συμμετοχή επιστημόνων από 27 χώρες. Στο συνέδριο αποφασίστηκε ομόφωνα ότι το κυπριακό αγρινό θα πρέπει να ονομάζεται Ovis gmelini ophion και θα πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες διόρθωσης εντός όλων των συναφών νομικών και επιστημονικών πλαισίων, όπως η Ευρωπαϊκή Οδηγία για τους Οικοτόπους, η Οδηγία για την Εμπορία των Ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση, ο Κόκκινος Κατάλογος των απειλούμενων ειδών του IUCN και τα Αποθετήρια Γενετικής Βάσης Δεδομένων. Δυστυχώς, όμως, εξακολουθούν να υπάρχουν διαφωνίες και απαιτείται πρόσθετη, εντατικότερη προσπάθεια για την επικράτηση της πραγματικότητας, όπως διαφάνηκε μέσα από τις προαναφερθείσες επιστημονικές εργασίες.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0