Εθνική Φρουρά & Ιστορία, τεύχος 43ο

ή εξωτερική απειλή (ασχέτως του κατά πόσον είχαν τέτοια δικαιώματα). Το είδος των αμερικανικών συμφερόντων στην Κύπρο εξυπηρετείτο βέλτιστα από τη διατήρηση κάθε άλλης στρατιωτικής παρουσίας εκεί -εκτός της βρετανικής- σε επίπεδα συμβολικά. Παρά την απουσία προσβάσιμων τεκμήριων σχετικών με αυτήν την υπόθεση εργασίας, η μεταβολή της αμερικανικής στάσης στο θέμα της ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ φαίνεται να σχετίζεται με διαβαθμισμένες αμερικανοβρετανικές συμφωνίες που επιτεύχθηκαν στο μεταξύ και θα ρύθμιζαν τη λειτουργία των αμερικανικών εγκαταστάσεων κατά τρόπο ευνοϊκό για τις ΗΠΑ εντός του πλαισίου των συμφωνιών Κύπρου - ΗΒ, όπως ήδη αναφέρθηκε. Παρέχοντας στους Αμερικανούς την εξασφάλιση της παρουσίας τους υπό τη σκέπη των συμφωνιών που είχαν συνάψει με την κυπριακή ηγεσία, οι Βρετανοί μάλλον θα εξασφάλισαν -υπό τύπον ανταλλάγματος- την υποχώρηση του αρχικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ να ενταχθεί η Κύπρος στη βορειοατλαντική συμμαχία. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί η απάντηση που έδωσε στα μέσα Μαρτίου του 1960 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών S. Lloyd, όταν ρωτήθηκε από τον Αμερικανό δημοσιογράφο C. Sulzberger, κατά πόσο θα έπρεπε η Κύπρος να εισέλθει στο ΝΑΤΟ μετά την ανεξαρτησία της: « Βεβαίως η Κύπρος γεωγραφικώς δικαιούται. Τί θα μπορέσει όμως να κάνει; Μην ξεχνάτε ότι η ανεξάρτητη Κύπρος δεν περιλαμβάνει τις βρετανικές βάσεις 11 » . Ο πειστικός υπαινιγμός του Lloyd θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: γιατί να επιχειρείτο μία επισφαλής και δαπανηρή από κάθε άποψη (πολιτικά και οικονομικά) κίνηση, όταν το ΝΑΤΟ είχε ήδη δικαιώματα, χωρίς υποχρεώσεις, στην Κύπρο; Με την ωμή ευθύτητα (και την αξιοπρόσεκτη περί τα στρατιωτικά ζητήματα τεχνική κατάρτιση) που τον χαρακτήριζε, ο Πρόξενος T. Belcher επισήμαινε επικριτικά προς τους ανωτέρους του στις αρχές Μαΐου του 1960 ότι, ενώ η γενική τάση των ΗΠΑ να πιέζουν συμμάχους τους να συμμετέχουν στη χρηματοδότηση προγραμμάτων βοήθειας αδύναμων κρατών (παρά να επωμίζονται οι ίδιες το σχετικό κόστος) ήταν 37 ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΥΠΕΡΑΤΛΑΝΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΜΕ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΟΠΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΟ ΝΑΤΟ (1959 - 1969) 11. C. L. Sulzberger, The Last of the Giants , N. York: Macmillan, 1970, σελ. 655. Παρατίθεται και στο Σπ. Παπα- γεωργίου, Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν , Αθήνα: Λαδιάς, χχ (1980;), τ. Α΄, σελ. 107. Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία είχε εξουσιοδότηση έμμεσης πρόσβασης και αξιοποίησης αρκετών από τις υπάρ- χουσες βρετανικές εγκαταστάσεις. Γι’ αυτό η κατασκευή ορισμένων από αυτές έτυχαν και ΝΑΤΟϊκής χρηματοδό- τησης, εντασσόμενες στα έργα συμμαχικής υποδομής: K. A. Kyriakides 1992 op cit σελ. 54, Kl. Kyriakides, British Cold War Strategy and the Struggle to Maintain Military Bases in Cyprus, 1951-1960 , unpublished PhD thesis, Hughes Hall, University of Cambridge, October 1996,σελ. 282. Ο John C. Campbell, στέλεχος του State Dept ει- δικευμένο στο Μεσανατολικό και μέλος -μάλιστα διευθυντής πολιτικών μελετών- της επιδραστικής δεξαμενής σκέ- ψης «Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων» (Council on Foreign Relations) των ΗΠΑ, παραδεχόταν στην εργασία του Defence of the Middle East / Problems of American Policy (New York: Praeger, πρώτη έκδοση 1958, δεύτερη ανα- θεωρημένη 1961, σελ. 198) ότι η Κύπρος «...προσέθετε ισχύ και ευελιξία στην παροχή ΝΑΤΟϊκής υποστήριξης προς την Τουρκία και αλλού στην ανατολική Μεσόγειο. Ως τακτική αεροπορική βάση θα ήταν δύσκολο να αντικα- τασταθεί και θα ήταν αξιοποιήσιμη, αν και όχι ζωτικής σημασίας, στον 6 ο Στόλο». Ασφαλώς η χρήση εκ μέρους του ΝΑΤΟ διευκολύνσεων στις βρετανικές εγκαταστάσεις θα ήταν σε ad hoc πλαίσιο και θα αφορούσε «συμβατικές» χρήσεις αρχικά κι όχι εκείνες για τις οποίες οι Αμερικανοί ενδιαφέρονταν διακαώς, σε εθνικό επίπεδο. Λιγότερο από 3 χρόνια αργότερα, οι βάσεις και το υλικό που εξυπηρετούσαν (τα βρετανικά βομβαρδιστικά σε ρόλους πυ- ρηνικής κρούσης δηλαδή), θα αποκτούσαν και ΝΑΤΟϊκές αποστολές.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0