Εθνική Φρουρά & Ιστορία, τεύχος 43ο

Σύντομα πάντως -ενδεχομένως αφότου είχε εξασφαλιστεί και η παροχή των επιδιωκόμενων εγγυήσεων από βρετανικής πλευράς- πρυτάνευσαν μεταξύ των Αμερικανών οι «ορθόδοξες» συντηρητικές εκτιμήσεις των αρνητικών συνεπειών που θα προέκυπταν από την ένταξη του νέου κράτους στη Συμμαχία: αφού η βασική έγνοια των δυτικών συμμάχων ήταν να μην βρεθεί υπό σοβιετική επιρροή η Κύπρος, θα αρκούσε να επεκταθεί η κάλυψη του ΝΑΤΟ στο νησί, αντί να ενταχθεί άμεσα στη Συμμαχία το ίδιο. Το να αποκτήσει πρόσβαση στους μηχανισμούς, στις διαβαθμισμένες διαδικασίες κι έγγραφα του ΝΑΤΟ, ή ακόμη χειρότερα να έχει δικαίωμα αρνησικυρίας μία μικρή και νέα κρατική οντότητα με ισχυρές «μη-αρεστές» πολιτικές δυνάμεις τοπικά (νομιμοποιημένες μετά τις 4/12/1959), δεν φαινόταν νουνεχής επιλογή στους Αμερικανούς και στους Βρετανούς στρατιωτικούς, που επιπλέον φοβούνταν ότι οποιαδήποτε διαφωνία ή/ και μεταξύ της Κύπρου και της Τουρκίας ή/ και του ΗΒ στα ΝΑΤΟϊκά Συμβούλια κι Επιτροπές, θα τύχαινε άμεσης πολιτικής εκμετάλλευσης από την ΕΣΣΔ. Τις ίδιες ακριβώς ανησυχίες εξέφραζαν άλλωστε και οι Βρετανοί. Επισήμως, το Λονδίνο πίστευε (τουλάχιστον αυτό επικαλείτο) ότι τυχόν ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ θα προσέθετε μία πηγή τριβών στις ελληνοτουρκικές σχέσεις (οι οποίες είχαν μόλις εισέλθει σε φάση εξομάλυνσης). Στο ζήτημα της βρετανικής συγκατάνευσης ή απόρριψης της προοπτικής αυτής αποτυπωνόταν ευκρινώς η πολιτικοστρατιωτική διχογνωμία που ανέκυπτε: το μεν Foreign Office εξέταζε ευνοϊκά την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, εκτός των άλλων για να αποφευχθεί η -υπαρκτή- τάση του Μακαρίου να στρέφεται προς τις αραβικές χώρες της περιοχής και ώστε να καλλιεργηθεί αντίθετα η νοοτροπία του «ανήκειν στην Ευρώπη» (σύμφωνα με υπόμνημα του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών της 21 ης Δεκεμβρίου του 1959). Η βρετανική στρατιωτική ηγεσία, αφετέρου, φοβόταν ότι η ένταξη του νησιού στη Συμμαχία θα δημιουργούσε προσκόμματα για την αξιοποίηση του κυπριακού εδάφους -και πολύ περισσότερο των εγκαταστάσεων που ήταν εγκατεσπαρμένες εκτός των ορίων των δύο Βάσεων- στις εθνικές μεσανατολικές στρατηγικές του ΗΒ. Έλληνες, Κύπριοι και Τούρκοι προβλεπόταν να προβάλλουν συχνά αντιρρήσεις στα ΝΑΤΟϊκά φόρα, ακόμη και να ασκήσουν βέτο σχετικά με τις εθνικές αυτές (βρετανικές) χρήσεις των βάσεων για επεμβάσεις ανά τη Μ. Ανατολή 9 . Τέτοιου είδους βασικές αποκλίσεις μεταξύ των υπουργείων αυτών εμφανίζονταν σε κομβικά σημεία λήψης αποφάσεων και στις ΗΠΑ. Παρουσιάζει 34 ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ & ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΥΧΟΣ 43 Ο ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2019 9. FRUS 1958-60, vol X part I “doc 347”: Αναφορά του αμερικανικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας με τίτλο «Δήλωση της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Κύπρο» (NSC 6003), 9-2-1960, σημεία 18-20, 31, 40-43 (σελ. 825-827), K. A. Kyriakides, NATO and Cyprus: The reaction of the British government to the 1959 Greco ‐ Turkish proposal to admit an independent Cyprus to NATO, Cambridge Review of International Affair s, vol 6 no 1, 1992, σελ. 55, 57-60, Β. Α. Daniels 2009 op cit σσ 259, 267-272, Cl. Nicolet 2001 op cit σελ. 161-162, Φ. Αργυρού Α. Παπακωνσταντίνου, «Η Κύπρος στο σφυρί» , London: St Paul’s Press, 1991, σελ. 47-51. Όταν οι συμφωνίες του 1959 συζητήθηκαν στην ελληνική Βουλή και ο βουλευτής της ΕΔΑ Στ. Μερκούρης ρώτησε τον υπουργό Εξω- τερικών Αβέρωφ κατά πόσο τα βρετανικά στρατιωτικά δικαιώματα στην Κύπρο «ευρίσκοντο μέσα εις το πλαίσιον του ΝΑΤΟ» , ο Π. Κανελλόπουλος (τότε αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης) που ανέλαβε να τού απαντήσει, αποκρίθηκε «Εμμέσως ναι, κατά τρόπον άμεσον όχι» : Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής , Περίοδος Ε΄ Συνόδος Α΄, 9 Ιουνίου 1958-29 Μαΐου 1959, τ. Γ΄, Συνεδριάσεις 47-76, Συνεδρίασις 63 η της 28 ης Φεβρουαρίου 1959, σελ. 417.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0