Μνήμες κατεχόμενης γης. Εκτοπισμένοι Δήμοι και Κοινότητες

Eκτοπισµένοι ∆ήµοι και Kοινότητες Θέσεις στην Κυθρέα κατοικήθηκαν από τη νεολιθική περίοδο, γύρω στο 4000 π.Χ. Οι «Χύτροι» αναφέρονται τον 7ο αιώνα π.Χ. ως ένα από τα δέκα βασίλεια της Κύπρου, ενώ µεγάλη ακµή φαίνεται να γνώρισε η πόλη κατά την ελληνιστική και ρωµαϊκή περίοδο, µε τις επιγραφές να µαρτυρούν την ύπαρξη γυµνασίου. Το ύψους 2,08 µέτρων άγαλµα του Ρωµαίου αυτοκράτορα Σεπτήµιου Σεβήρου που βρίσκεται σήµερα στο Κυπριακό Μουσείο, ανακαλύφθηκε το 1928 στη θέση Άγιος ∆ηµητριανός και συνιστά το µεγαλύτερο ορειχάλκινο άγαλµα που έχει βρεθεί στο νησί. Στη ρωµαϊκή περίοδο χρονολογείται µάλλον και το υδραγωγείο που µετέφερε νερό από τους Χύτρους στη Σαλαµίνα. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο οι Χύτροι έγιναν επισκοπική έδρα. Μεγαλύτερη πνευµατική φυσιογνωµία της εποχής υπήρξε ο Άγιος ∆ηµητριανός, Επίσκοπος Χύτρων, ο οποίος κατάφερε να επαναπατρίσει το ποίµνιό του µετά την αιχµαλωσία του στη Βαγδάτη από τους Άραβες τον 10ο αιώνα. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρείται προστάτης άγιος των προσφύγων. Μετά τις αραβικές επιδροµές, η πόλη χτίστηκε δυτικότερα, κατά µήκος της κοιλάδας ροής του Κεφαλόβρυσου, που ανέβλυζε από τη βορειότερη ενορία, τη Συρκανιά. Στις περιόδους της Φραγκοκρατίας και Βενετοκρατίας, η Κυθρέα αναφέρεται στα κείµενα πολλών ξένων περιηγητών ως η πόλη µε τη µεγαλύτερη συγκέντρωση αλευρόµυλων (έφτασαν τους 32), που κινούνταν χάρη στην αδιάλειπτη ροή του Κεφαλόβρυσου και εξυπηρετούσαν στο άλεσµα του σιταριού κατοίκους της Μεσαορίας και όχι µόνον. Η κωµόπολη περιλαµβάνει έξι ενορίες µε ισάριθµες εκκλησίες και άλλα εξωκκλήσια: τη Χρυσίδα, την Αγία Μαρίνα, τον Άγιο Ανδρόνικο, τον Άγιο Γεώργιο, τη Xαρδακιώτισσα και τη Συρκανιά. Ο πληθυσµός έφτανε το 1974 τους 4.500 περίπου µόνιµους κατοίκους, µόνον Ελληνοκύπριους, ενώ πολλοί άλλοι Κυθρεώτες λόγω της γειτνίασης µε τη Λευκωσία και του επαγγέλµατός τους δήλωναν ως τόπο διαµονής την πρωτεύουσα. Στην Κυθρέα λειτουργούσαν τρία δηµοτικά σχολεία και ένα γυµνάσιο, καθώς και τρία αθλητικά σωµατεία. Το ∆ηµαρχείο, που λειτούργησε επίσηµα το 1915, σήµερα στεγάζεται προσωρινά πλησίον της Πύλης Αµµοχώστου στη Λευκωσία. Η Κυθρέα ήταν γνωστή στα νεότερα χρόνια για τη µεταξουργία, την υφαντουργία, τη ξυλογλυπτική, την αλευροποιία, καθώς και για τη σκυροποιία και την ασβεστοποιία, αφού συνόρευε µε σηµαντικές περιοχές λατόµευσης και παραγωγής ασβέστη. Η κωµόπολη απέκτησε δίκαια τη φήµη της «δασκαλοµάνας», καθώς, χάρη στην ευηµερία και το φιλοπρόοδο των κατοίκων της, γέννησε εκατοντάδες εκπαιδευτικούς και πνευµατικούς δηµιουργούς, καθώς και άλλους εξαίρετους επιστήµονες. Οι εκκλησίες της Κυθρέας υπέστησαν από το 1974 συστηµατική σύληση και καταστροφή. Άλλες µετατράπηκαν σε τζαµιά και άλλες σε εργαστήρια χορού και χειροτεχνίας. Η εκκλησία του Αγίου Ανδρονίκου, της οποίας η στέγη είχε καταρρεύσει, έχει προστεθεί στα µνηµεία που συντηρούνται από τη δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή. Ζηµιές έχει επίσης υποστεί ο - µη ανεσκαµµένος - αρχαιολογικός χώρος της Κυθρέας, ανατολικά της κωµόπολης. Μεγάλο τµήµα της Κυθρέας βρίσκεται σήµερα απροσπέλαστο εντός στρατιωτικής ζώνης. 127

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0