ΑΓΡΟΤΗΣ - ΤΕΥΧΟΣ 474

A Γ Ρ Ο Τ Η Σ 2 0 1 8 / T E Υ Χ Ο Σ 4 7 4 43 ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΚΑ ΝΕΑ Τα αποτελέσματα των αναλύσεων σε 40 δείγματα κυπριακού μελιού (20 δείγματα το έτος 2013 και 20 δείγματα το έτος 2015) καταδεικνύουν ότι ακόμα και σε περιοχές με έντονη γεωργική δραστηριότητα δεν εντοπίζονται φυτοπροστατευτικές ουσίες στα δείγματα. Αυτό ενισχύει την υπόθεση άλλων ερευνητών που αναφέρουν την ύπαρξη στη μέλισσα βιολογικών μηχανισμών παρεμπόδισης της εισόδου επιβαρυμένης τροφής στην κυψέλη. Επιπρόσθετα, τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής καταδεικνύουν ότι πιθανόν να εντοπιστούν στο μέλι ουσίες που χρησιμοποιούνται από τους μελισσοκόμους στην κυψέλη για την αντιμετώπιση των ασθενειών των μελισσών. Οι συγκεντρώσεις αυτές είναι χαμηλές και εντός των ευρωπαϊκών ορίων. Μελέτη για την επιβάρυνση του μελιού από φυτοπροστατευτικές ουσίες που βρίσκονται στο περιβάλλον της μέλισσας ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η γενική αντίληψη που επικρατούσε μέχρι σήμερα είναι ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες των Κανονισμών 834/2007 και 889/2008 που διέπουν την άσκηση της βιολογικής γεωργίας, πρακτικά είναι αδύνατη η άσκηση βιολογικής μελισσοκομίας στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 13, παράγραφος 1 του Καν.(ΕΚ) 889/2008, το οποίο αναφέρεται στις ειδικές απαιτήσεις και όρους για τους χώρους άσκησης της μελισσοκομίας, επισημαίνεται ότι «τα μελισσοκομεία θα πρέπει να είναι εγκατεστημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε σε ακτίνα τριών χιλιομέτρων από τη θέση του μελισσοκομείου, οι πηγές νέκταρος και γύρης να αποτελούνται κυρίως από βιολογικές καλλιέργειες ή/και αυτοφυή βλάστηση ή/και καλλιέργειες στις οποίες εφαρμόζονται μέθοδοι παραγωγής περιορισμένων περιβαλλοντικών επιπτώσεων οι οποίες δεν μπορούν να επηρεάσουν τον χαρακτηρισμό της μελισσοκομικής παραγωγής ως βιολογικής». Στο ίδιο άρθρο επισημαίνεται, επίσης, ότι «οι ανωτέρω απαιτήσεις δεν ισχύουν για περιοχές όπου δεν υπάρχει ανθοφορία ή όταν οι μέλισσες βρίσκονται σε διαχείμαση» . Λόγω, όμως, της μικρής έκτασης της Κύπρου, θεωρείται έως και αδύνατος ο εντοπισμός περιοχών από τις οποίες θα απουσιάζουν οποιεσδήποτε άλλες συμβατικές καλλιέργειες όπως σιτηρά, ελιές και αμπέλια όπου γίνεται χρήση διάφορων φυτοπροστατευτικών ουσιών. Στο ίδιο άρθρο (άρθρο 13, παράγραφος 2) του Κανονισμού, αναφέρεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν περιφέρειες ή περιοχές στις οποίες δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί μελισσοκομία σύμφωνα με τους κανόνες της βιολογικής παραγωγής. Όταν δεν υπάρχουν προσδιορισμένες τοποθεσίες, τότε ο μελισσοκόμος θα πρέπει να παρέχει στην Αρχή ή στον φορέα ελέγχου επαρκή έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία, μαζί με τις κατάλληλες αναλύσεις, εάν είναι απαραίτητο, ότι οι τοποθεσίες στις οποίες έχουν πρόσβαση τα μελίσσια του πληρούν τους όρους του Κανονισμού (άρθρο 78). Τα αποδεικτικά στοιχεία και οι αναλύσεις για την καταλληλότητα ή μη μιας περιοχής για την άσκηση της βιολογικής μελισσοκομίας δεν προσδιορίζονται επακριβώς από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό, είναι, όμως, σίγουρο ότι η επιβάρυνση των προϊόντων της μέλισσας από επιβαρυντές περιβάλλοντος και φυτοπροστατευτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο περιβάλλον της μέλισσας μπορούν, μεταξύ άλλων παραγόντων, να αποτελέσουν σαφή ένδειξη για την καταλληλότητα μιας περιοχής. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στη διερεύνηση της πιθανότητας εντοπισμού φυτοπροστατευτικών ουσιών σε δείγματα μελιού τα οποία έχουν παραχθεί από μελίσσια τοποθετημένα σε περιοχές με ήπια ή έντονη γεωργική δραστηριότητα με απώτερο στόχο τον εντοπισμό περιοχών στις οποίες θα μπορούσαν να εγκατασταθούν μελίσσια για άσκηση βιολογικής μελισσοκομίας. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ Δειγματοληψία Με σκοπό τη συλλογή μελιού, οι μελισσοκόμοι μεταφέρουν τα μελίσσια τους σε διάφορες ανθοφορίες, τόσο σε περιοχές με έντονη γεωργική δραστηριότητα όσο και σε περιοχές με λιγότερη ή καθόλου χρήση οποιουδήποτε φυτοπροστατευτικού σκευάσματος. Το έτος 2013 λήφθηκαν συνολικά είκοσι (20) δείγματα μελιού, κατά την περίοδο του ανοιξιάτικου και φθινοπωρινού τρύγου, προερχόμενα από αντίστοιχο αριθμό μελισσοκομείων, τα οποία βρίσκονταν σε διάφορες περιοχές όπου ασκείτο ήπια ή έντονη γεωργική δραστηριότητα. Επίσης, το έτος 2015 άλλα είκοσι (20) δείγματα μελιού λήφθηκαν για τον ίδιο σκοπό και για επιβεβαίωση των πρώτων αποτελεσμάτων. Το κάθε δείγμα αποτελείτο από 330 γρ. μέλι και προερχόταν από το τελικό προϊόν του μελισσοκόμου, χωρίς να δεχθεί καμιά επεξεργασία θέρμανσης. Τα δείγματα αριθμήθηκαν κατά αύξοντα αριθμό και απεστάλησαν αμέσως μετά τη συλλογή τους στο Εργαστήριο Ελέγχου Υπολειμμάτων Γεωργικών Φαρμάκων του Κλάδου Εργαστηριακών Αναλύσεων του Τμήματος Γεωργίας για ανάλυση όσον αφορά την ύπαρξη φυτοπροστατευτικών ουσιών που πιθανόν να είχαν χρησιμοποιηθεί στη γύρω περιοχή. Παράλληλα με τη δειγματοληψία, καταγράφηκαν οι κύριες καλλιέργειες που υπάρχουν στην περιοχή καθώς και η ημερομηνία τρύγου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0