Οι δράκοι της Υδωρίας

6 7 Οι κάτοικοι της πόλης του πήγαιναν φαγητό γιατί ένιωθαν μεγάλη ευγνωμοσύνη για τον δράκο. - Γεια σου, κυρ-Φραχτάκη! Σου ’φερα σούπα ζεστή για να φας. Έλα να σε ταΐσω. Άνοιξε το στόμα σου, αλλά μην κουνηθείς και χάσεις την ισορροπία σου! Γιατί τότε το νερό θα μας φύγει προς τη θάλασσα και το καλοκαίρι… θα πούμε το νερό, νεράκι! -Α!!! Σ’ ευχαριστώ, κυρά-Παντελίτσα. Μην ανησυχείς. Δεν το κουνάω από δω με τίποτε! απαντούσε ο δράκος. Αλλά στην πραγματικότητα δυσκολευόταν να ρουφήξει τη σούπα χωρίς καμιά κίνηση. Καμιά φορά που του ερχότανε να φταρνιστεί, έβαζε όλη του τη δύναμη στα πόδια και στα νύχια για να γαντζωθεί από τις πέτρες μην τυχόν και μετακινηθεί από τη θέση του και χαθούν έστω και λίγες σταγόνες νερού.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0