Ιοί και συναφή παθογόνα των εσπεριδοειδών στην Κύπρο και αναδυόμενες ασθένειες υψηλού κινδύνου για την εσπεριδοκαλλιέργεια

13 ΙΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΗ ΠΑΘΟΓΟΝΑ ΤΩΝ ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΙ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΥΨΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΠΕΡΙΔΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ περιοχής ώστε να καλύψει ευρέως τη γεωγραφική περιοχή. Στο πλαίσιο της επισκόπησης γινόταν χαρτογράφηση των φυτειών και συλλογή πληροφοριών που περιλάμβαναν την τοποθεσία, την έκταση, τις ποικιλίες και τον αριθμό δένδρων κάθε ποικιλίας, την ηλικία των δένδρων, το υποκείμενο, την προέλευση των εμβολίων, την ύπαρξη συμπτωμάτων και τη γενική κατάσταση της φυτείας. Κάθε δένδρο λάμβανε ειδικό κωδικό αριθμό (ώστε να υπάρχει ιχνηλασιμότητα) και αποτελούσε ένα δείγμα. Ακολουθούσε τυχαία συλλογή φυτικού ιστού από μίσχο και φύλλα που λαμβάνονταν από τις τέσσερις πλευρές του κάθε δέντρου και κάλυπτε τουλάχιστον το 20% των δένδρων της φυτείας (Kyriakou et al ., 2005). Όλα τα δείγματα μεταφέρονταν με φορητά ψυγεία στο Εργαστήριο Ιολογίας Φυτών του ΙΓΕ για να ελεγχθούν με ορολογικές τεχνικές. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως η ανοσοενζυμική δοκιμή ELISA που τροποποιήθηκε και βελτιστοποιήθηκε σε συνεργασία με το ερευνητικό κέντρο Volcani του Ισραήλ ώστε να χρησιμοποιεί τεμάχια κλαδίσκων για την ανίχνευση του ιού (Bar-Joseph and Hadjinicolis, 1994). Ωστόσο, η τεχνική παρουσιάζει αδυναμία ανίχνευσης του ιού σε περιόδους με πολύ χαμηλή ή πολύ υψηλή θερμοκρασία λόγω της μείωσης στη συγκέντρωση των ιοσωματίων (Papayiannis et al., 2002). Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και οι μοριακές τεχνικές (RT-PCR) για την ανίχνευση του ιού που είναι πιο ακριβείς και πιο ευαίσθητες από τις ορολογικές, αλλά λόγω του υψηλού κόστους δεν μπορούν να εφαρμοστούν για έλεγχο μεγάλου αριθμού δειγμάτων (Papayiannis et al., 2007). Μέχρι σήμερα έχουν ελεγχθεί 75.000 δένδρα σε όλη την ελεύθερη Κύπρο από τα οποία τα 4.250 βρέθηκαν προσβεβλημένα με τον CTV. Τα δένδρα αυτά προέρχονται από 850 φυτείες με συνολικό αριθμό δένδρων 630.000 που αποτελούν περίπου το 60% των εσπεριδοειδών της Κύπρου. Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα των επισκοπήσεων δείχνουν ότι η μέση προσβολή που καταγράφεται είναι της τάξης του 4,2%. Καταγράφηκε σημαντική διακύμανση στη συχνότητα εμφάνισης της προσβολής μεταξύ των διαφόρων επαρχιών (Αμμόχωστος: 18,4%, Λάρνακα: 9%, Λεμεσός: 7,7%, Λευκωσία: 3,9%, και Πάφος: 2,3%), γεγονός που οδήγησε στη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας για τη διακίνηση του πολλαπλασιαστικού υλικού των εσπεριδοειδών. Τα περισσότερα προσβεβλημένα δένδρα ή/και φυτείες έχουν εκριζωθεί. Εξαίρεση αποτελεί η επαρχία Αμμοχώστου, όπου λόγω του υψηλού ποσοστού προσβολής (18,4 % των δένδρων και 72,4% των φυτειών), η εκρίζωση των δένδρων ή/και φυτειών θεωρήθηκε ανέφικτη. Παράλληλα, έγινε επιλογή, φυτοπαθολογικός έλεγχος και εξυγίανση διαφόρων ποικιλιών που τοποθετήθηκαν σε εντομοστεγή δικτυοκήπια που διατηρεί το ΙΓΕ στους πειραματικούς του σταθμούς και πιστοποιήθηκαν ως το επίσημο προβασικό υλικό των εσπεριδοειδών της Κύπρου. Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του CTV στην Κύπρο έχουν μελετηθεί τα βιολογικά και τα μοριακά χαρακτηριστικά του ιού. Έγινε χαρακτηρισμός 68 κυπριακών απομονώσεων του ιού, οι οποίες προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές της νήσου, προκαλώντας από ήπια συμπτώματα διαφάνειας νευρώσεων του φύλλου μέχρι σοβαρά συμπτώματα νανισμού, έντονης βοθρίωσης στελέχους και διόγκωσης νευρώσεων σε Μεξικανική λιμεττία. Η φυλογενετική ανάλυση του γονιδίου της καψιδιακής πρωτεΐνης και η σύγκριση με δημοσιευμένα στελέχη έδειξε ότι οι κυπριακές απομονώσεις κατατάσσονται σε έξι φυλογενετικές ομάδες, στις οποίες περιλαμβάνονται τόσο ήπια όσο και σοβαρά στελέχη ή απομονώσεις του ιού από περιοχές της Αφρικής, της Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0