Λάκης Σπαταλάκης

16 17 Δεν του ’φτανε που ήθελε ν’ αρχίσει πια να κλαίει, άκουσε μια γειτόνισσα στον άντρα της να λέει : « Π ο τ έ μ ο υ δ ε ν θ α π ί σ τ ε υ α έ τ σ ι κ α κ ό ν α ζ ο ύ σ α , α λ ή θ ε ι α π ώ ς ν α ν ι ώ θ ο υ ν ε ό σ ο ι τ ο σ π α τ α λ ο ύ σ α ν ; Να πούμε όλοι έκαναν και το νερό νεράκι, όπως το γειτονόπουλο, τον Λάκη Σπαταλάκη». Τα λόγια της ήταν γι’ αυτόν μες στην καρδιά μαχαίρι, για να συμβούν όλα αυτά κι εκείνος είχε χέρι . Οι τύψεις πια δεν κρύβονταν, τον είχαν πλημμυρίσει, μακάρι ο χρόνος ν’ άκουγε, πίσω να ’χε γυρίσει! Απ’ το κακό του έσκαγε, κόντευε ν’ αρρωστήσει, απ’ όλους πόσο θα ’θελε «συγγνώμη» να ζητήσει! Μα. .. ντρεπότανε τους γείτονες μπροστά του ν’ αντικρίσει, κανείς πλέον δε θα ’θελε ούτε να του μιλήσει! Άρχισε τότε τις φωνές, έτρεχε και το μάτι, κι απ’ τη μεγάλη ταραχή. . . έπεσε απ’ το κρεβάτι! ! !

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0