Ο γέρος-σοφός, η πηγή και το μαύρο αυτοκίνητο

- Έβρεξε πολύ, μαμά, εκείνη τη μέρα; ρώτησε ο Γιαννάκης. - Ναι, Γιαννάκη μου. Κι όχι μόνο εκείνη τη μέρα αλλά και τις επόμενες. Ήταν ένας χειμώνας με πολλές βροχές και χιόνια. Η πηγή του χωριού άρχισε και πάλι να ρέει. Ποτίστηκε η γη, ξεδίψασαν τα χωράφια και τα περιβόλια. Ξαναζωντάνεψαν τα λουλούδια στους κήπους και στα μπαλκόνια. Πρασίνισαν και πάλι τα δέντρα στο πάρκο που έπαιζαν τα παιδιά. Όσοι είχαν φύγει από το χωριό επέστρεψαν. Σιγά-σιγά έγιναν και πάλι όλα όπως ήταν πριν. - Και ο σοφός; Τι απέγινε; - Συνέχισε να μοιράζει το νερό στους κατοίκους του μικρού χωριού όπως έκανε και παλιά. Και όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Τα παιδιά από τότε έβαλαν στο πρόγραμμα του σχολείου ακόμα ένα μάθημα: Το μάθημα για την εξοικονόμηση του νερού. Δεν ήθελαν ποτέ πια να το στερηθούν. - Αλήθεια μαμά; Αυτό μόλις μου έδωσε μια ιδέα. Αύριο κιόλας θα ζητήσω από τη δασκάλα μου να κάνουμε κι εμείς στην τάξη αυτό το μάθημα! - Χμ, πολύ καλή ιδέα. Και είμαι σίγουρη πως μετά από το μάθημα αυτό κανένα παιδί στην τάξη δεν θα ξαναπλύνει τα δοντάκια του έχοντας συνεχώς τη βρύση ανοικτή! Αυτά είπε η μαμά και κοίταξε με νόημα τον Γιαννάκη, κλείνοντάς του το μάτι. Παρά την ψύχρα του Νοέμβρη, η παρέα των παιδιών της έκτης έπαιζε ακόμα στο πάρκο του χωριού. - Εε! Ποιος μου πέταξε το νερό στα μούτρα; φώναξε θυμωμένα ο Αλέξανδρος. Δεν είπαμε πως δεν πρέπει να το σπαταλούμε; Η Νεοφύτα που ήταν δίπλα του τον κοίταξε με απορία. - Κανένας δεν σου έριξε νερό! Πού να το βρούμε για να σου το ρίξουμε; - Μα... τι συμβαίνει; ρώτησε η Αναστασία. Κι εγώ νιώθω νερό στο πρόσωπό... Μα ναι! Είναι ψιχάλες! Πέφτουν ψιχάλες! - Επιτέλους! Βρέχει! Δεν το πιστεύω! ξεφώνισε ο Μαρίνος πηδώντας Τα παιδιά άρχισαν να πανηγυρίζουν. Οι γείτονες που τα άκουσαν πρόβαλαν στα παράθυρά τους για να δουν τι συνέβαινε. - Είναι θαύμα! είπε υψώνοντας η Κωνσταντίνα τα χέρια της ψηλά προσπαθώντας να κλείσει μέσα στις χούφτες της τις πολύτιμες σταγόνες που έπεφταν από τον ουρανό".

RkJQdWJsaXNoZXIy MzU4MTg0